διαζευκτικός

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαζευκτικός Medium diacritics: διαζευκτικός Low diacritics: διαζευκτικός Capitals: ΔΙΑΖΕΥΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diazeuktikós Transliteration B: diazeuktikos Transliteration C: diazefktikos Beta Code: diazeuktiko/s

English (LSJ)

διαζευκτική, διαζευκτικόν, disjunctive, σύνδεσμος Chrysipp.Stoic.2.68, A.D.Conj.216.10; συλλογισμός Chrysipp.Stoic.2.88; πρὸς τοὺς Ἀμεινίου διαζευκτικούς (sc. λόγους), title of work by Chrysippus, Stoic.2.7. Adv. διαζευκτικῶς = disjunctively A.D.Synt.9.27.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 gram. disyuntivo σύνδεσμος Chrysipp.Stoic.2.68, A.D.Coni.216.5, Synt.265.15, Plu.2.1026b, Gramm.Pap.2.108, συλλογισμός Chrysipp.Stoic.2.88, πρὸς τοὺς Ἀμεινίου διαζευτικούς (sc. λόγους) tít. de una obra de Crisipo, D.L.7.196, ὁ ‘ἢ’ δ. Steph.in Hp.Aph.3.152.5.
2 adv. διαζευκτικῶς = disyuntivamente A.D.Synt.9.27, κατὰ τοὺς τοιούτους ἅπαντας λόγους οἱ σύνδεσμοι οὐ δ., ἀλλὰ παραδιαζευκτικῶς εἰσιν Gal.7.537, cf. Phlp.in APr.17.29.

German (Pape)

[Seite 577] ή, όν, trennend, σύνδεσμος, conjunctio disjunctiva, Gramm.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
disjonctif.
Étymologie: διαζεύγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

διαζευκτικός: грам. разделительный (σύνδεσμος Diog. L., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

διαζευκτικός: -ή, -όν, λόγοςσύνδεσμος, ἐπιτήδειοςκατάλληλος πρὸς διάζευξιν, Διογ. Λ. 7. 72. -Ἐπίρρ. -κῶς Ἀπόλλ. π. Συντάξ. σ. 9.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α διαζευκτικός, -ή, -όν) διαζευγνύω
1. ο διαχωριστικός, ο επιτήδειος στο να διαζευγνύει, να δια χωρίζει
2. ο επιτήδειος ή κατάλληλος για διάζευξη λόγος ή σύνδεσμος.