ἐπινωμάω
English (LSJ)
A bring or apply to, παιῶνα κακῶν τινί S.Ph.168 (anap.); σώματα . . ὄμματος αὐγαῖς ἐπενώμας didst survey . ., E.Ph.1564 (anap.). II. distribute, apportion, λάχη τὰ κατ' ἀνθρώπους A.Eu. 311 (anap.); κλήρους Id.Th.727 (lyr.), cf.S.Ant.139 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 966] zutheilen, ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷ χάλυβος Σκυθῶν ἄποικος Aesch. Spt. 709, vgl. Eum. 301; ἄλλα δ' ἐπ' ἄλλοις ἐπενώμα μέγας Ἄρης Soph. Ant. 139; εἰ τάδε σώματα νεκρῶν ὄμματος αὐγαῖς σαῖς ἐπενώμας, wenn du sie durchmusterst, betrachtest, Eur. Phoen. 1564; vgl. ἐπινέμω. – Bei Soph. Phil. 168 οὐδέ τιν' αὑτῷ παιῶνα κακῶν ἐπινωμᾶν erkl. der Schol. ἐξευρίσκειν, ersinnen, herzubringen; Andere erkl. es intrans., hinzukommen, nahen, u. schreiben αὐτῷ.