προκαθοράω
English (LSJ)
A examine beforehand, reconnoitre, νέας ἀπέστειλαν προκατοψομένας Hdt. 8.23.
German (Pape)
[Seite 727] (s. ὁράω), vorher besehen, untersuchen, προκατόψομαι Her. 8, 23.
A examine beforehand, reconnoitre, νέας ἀπέστειλαν προκατοψομένας Hdt. 8.23.
[Seite 727] (s. ὁράω), vorher besehen, untersuchen, προκατόψομαι Her. 8, 23.