προκαθοράω
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
English (LSJ)
examine beforehand, reconnoitre, νέας ἀπέστειλαν προκατοψομένας Hdt. 8.23.
German (Pape)
[Seite 727] (s. ὁράω), vorher besehen, untersuchen, προκατόψομαι Her. 8, 23.
French (Bailly abrégé)
προκαθορῶ :
seul. f. προκατόψομαι;
considérer ou examiner auparavant.
Étymologie: πρό, καθοράω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-καθοράω eerst verkennen.
Russian (Dvoretsky)
προκαθοράω: (только ион. fut.) заранее высматривать, разведывать: νέας ἀπέστειλαν προκατοψομένας Her. (персы) выслали корабли для разведки.
Greek Monotonic
προκαθοράω: μέλ. -κατόψομαι, εξετάζω από πριν, εξερευνώ προκαταρτικά, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
προκαθοράω: προκατοπτεύω, νῆας ἀπέστειλε προκατοψομένας Ἡρόδ. 8. 23.
Middle Liddell
fut. -κατόψομαι
to examine beforehand, to reconnoitre, Hdt.