ἐναθλέω
English (LSJ)
A = ἀθλέω ἐν, τοῖς πολέμοις, ταῖς τοξείαις, D.S.1.54, 3.8; ἐν γυμνασίοις καὶ πόνοις Id.16.44; μαθήμασι Luc.Am.45; [ὑπολήψεσι] Arr.Epict.3.16.13:—Med., ἐνηθλήσω προνοίᾳ AP7.117 (<Zenod.>). 2 bear up bravely under, ταῖς βασάνοις Ael.VH2.4; πρὸς τοὺς πόνους Iamb.Protr.20.