ἐναθλέω

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναθλέω Medium diacritics: ἐναθλέω Low diacritics: εναθλέω Capitals: ΕΝΑΘΛΕΩ
Transliteration A: enathléō Transliteration B: enathleō Transliteration C: enathleo Beta Code: e)naqle/w

English (LSJ)

A = ἀθλέω ἐν, τοῖς πολέμοις, ταῖς τοξείαις, D.S.1.54, 3.8; ἐν γυμνασίοις καὶ πόνοις Id.16.44; μαθήμασι Luc.Am.45; (ὑπολήψεσι) Arr.Epict.3.16.13:—Med., ἐνηθλήσω προνοίᾳ AP7.117 (<Zenod.>).
2 bear up bravely under, ταῖς βασάνοις Ael.VH2.4; πρὸς τοὺς πόνους Iamb.Protr.20.

Spanish (DGE)

I intr.
1 ejercitarse en c. dat. τοῖς πολεμίοις D.S.1.54, cf. 17.9, Plu.2.320a, ταῖς τοξείαις D.S.3.8, τοῖς ... μαθήμασιν Luc.Am.45, αὐταῖς (ὑπολήψεσι) Arr.Epict.3.16.13, cf. Hld.7.20.5, τῇ τῆς θεοσεβείας ὁδῷ Eus.M.24.21B, cf. Amph.Seleuc.185, tb. en v. med. ἐνηθλήσω δὲ προνοίᾳ AP 7.117 (Zenodotus)
c. giro prep. ἐν γυμνασίαις καὶ πόνοις D.S.16.44.
2 en mala parte sufrir la prueba de, verse sometido a la penalidad de c. dat. κακοῖς ἀμυθήτοις Ph.2.132, ταῖς βασάνοις Ael.VH 2.4, δειλαῖς αἰκίαις Eus.HE 8.3.1, cf. Basil.M.31.1045C, Gr.Nyss.V.Gr.Thaum.49.14, Procop.Gaz.M.87.2153B, πολλοῖς ... κινδύνοις κακοῖς Lib.Eth.25.2, τῷ κατ' ἀρχὴν πόνῳ Heraclit.All.73.
3 fig. sostener una lucha interior οὕτω ... ἐνήθλει λανθάνουσα τοὺς πολλούς Ath.Al.M.28.1492D.
II tr.
1 ejercitar en τὸ δὲ σῶμα τοῖς ἀπὸ τῶν γυμνασίων ἐθισμοῖς ἐναθλήσας IClaros 1.P.1.6 (II a.C.)
abs. αὕτη (ἡ φιλοσοφία) ... πρὸς ... τοὺς πόνους ἐναθλεῖ γενναίως Iambl.Protr.20.
2 combatir, librar, sostener c. ac. int. τὸν ἀρετῆς ... ἀγῶνα Eus.PE 11.6.31.

German (Pape)

[Seite 825] dabei anstrengen, ταῖς τοξείαις, sich darin üben, D. Sic. 3, 8, wie τοῖς πολέμοις 1, 54; μαθήμασι Luc. Amor. 45; ἐν τοῖς γυμνασίοις D. Sic. 16, 44; ταῖς βασάνοις, aushalten, Ael. V. H. 2, 4. – Das med. bei Zen. ep. (VII, 117).

French (Bailly abrégé)

ἐναθλῶ :
lutter au milieu de, τινι.
Étymologie: ἐν, ἀθλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐναθλέω: упражняться (ταῖς τοξείαις и ἐν τοῖς γυμνασίοις Diod.; μαθήμασι Luc.; τοῖς πολέμοις Diod., Plut.; med. προνοίᾳ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐναθλέω: ἀθλέω ἐν, Διόδ. 1. 54., 8. 8· ἔν τισι ὁ αὐτ. 16. 44: ἀπολ., ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἀνθ. Π. 7. 117. 2) ὑπομένω, ἀντέχω ὡς ἀθλητής, ἐνεκαρτέρει καὶ ἐνήθλει ταῖς βασάνοις Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4· πρὸς τοὺς πόνους Ἰαμβλ. Προτρ. 20.

Greek Monotonic

ἐναθλέω: = ἀθλέω ἐν, απόλ. σε Μέσ., σε Ανθ.