φλίβω
English (LSJ)
[ῑ],
A = θλίβω, Act., only impf. in Hsch.:—Med., ὃς πολλῇς φλιῇσι παραστὰς φλίψεται ὤμους Od.17.221 (θλίψεται codd. plurimi):—Pass., Hp.Loc.Hom.13, Theoc.15.76.
German (Pape)
[Seite 1292] äol. u. ion. = θλίβω, Theocr. 15, 76; bei Hom. Od. 17, 221 ist jetzt θλίψεται hergestellt.