θλίβω
Καρπὸς γὰρ ἀρετῆς ἐστιν εὔτακτος βίος → Composita recte vita frux virtutis est → Ein wohlgeordnet Leben ist der Tugend Frucht
English (LSJ)
[ῑ], Ar.Pax1239, etc.: fut. θλίψω (ἀπο-) E.Cyc.237: aor.
A ἔθλιψα Pl.Ti.60c, Call.Del.35: pf. τέθλῐφα Crobyl.4 (cj.), Plb.18.24.3:—Med., fut. θλίψομαι (v. infr.):—Pass., fut. θλῐβήσομαι v.l. in Sor.1.33: aor. 1 ἐθλίφθην Pl.Ti.91a, Arist.Pr. 925b20: aor. 2 part. θλιβείς ib.13, v.l. in Dsc.3.7 (cf. subj. ἐκφλῐβῇ Hp. Loc.Hom.9): pf. τέθλιμμαι Arist.Pr.925b14, AP7.472.5 (Leon.):—squeeze, chafe, θλίβει τὸν ὄρρον [ὁ θώραξ] Ar.Pax1239, cf. Lys.314; τοὺς ὄφεις θλίβων D.18.260; ὅπου με θλίβει where [the shoe] pinches, Plu.2.141a: metaph., δούλης ὦτα νωθρίη θλίβει Herod.4.53: abs., exercise pressure, Plot.3.6.6:—Pass., of a person heavy-laden, ὡς θλίβομαι! Ar.Ra.5, cf. V.1289:—Med., πολλῇς φλιῇσι παραστὰς θλίψεται (v.l. φλίψεται) ὤμους he will rub his shoulders against many doorposts, of a beggar, Od.17.221: χείλεα θλίβειν, of kissing, Theoc.20.4.
II compress, straiten, Pl.Ti.60c; reduce, compress, εἰς τὸ μὴ ὂν τὰ ὄντα θλίβοντες Epicur.Ep.1p.16U.:—Pass., to be compressed, Pl.Ti.91a; ὥστε ἐξωθεῖσθαι τὸ ἧσσον θλιβόμενον ὑπὸ τοῦ μᾶλλον θλιβομένου Archim. Fluit.1 Prooem.; θλιβομένα καλύβα a small, close hut, Theoc. 21.18; ὁδὸς τεθλιμμένη, opp. εὐρύχωρος, Ev.Matt.7.14; βίος τεθλιμμένος a scanty subsistence, D.H.8.73, cf.AP7.472.5 (Leon.).
2 metaph., oppress, afflict, distress, ἀνάγκη ἔθλιψέ τινα Call.Del.35; θ. καὶ λυμαίνεσθαι τὸ μακάριον Arist.EN1100b28; θ. τὰς πόλεις τοῖς ὀψωνίοις SIG 700.25 (Macedonia, ii B.C.); press hard in battle, Plb.18.24.3:—Pass., θλίβομαι διὰ τὸν πόλεμον Arist.Pol.1307a1; ὑπό τινων SIG685.39 (ii B.C.); ὑπὸ τῆς ἀδοξίας Phld.Lib.p.61 O.—Once in Hom., never in Trag.
German (Pape)
[Seite 1212] (vgl. θλάω), drücken, pressen, quetschen; Hom. im med., ὃς πολλῇς φλιῇσι παραστὰς θλίψεται ὤμους, er wird. sich die Schultern an vielen Thürpfosten reiben, Od. 17, 221, Schol. οὐκ ἐκβήσεται τῶν φλιῶν οὐδὲ εἴξει, wie die Bettler sich an die Pfosten anzulehnen pflegen; θλίβει τὸν ὄῤῥον ὁ θώραξ Ar. Par 1205; ὡς θλίβομαι, es drängt mich, Ran. 5; zusammendrängen, -ziehen, τὸν τῆς γῆς ὄγκον Plat. Tim. 60 c; τῷ πνεύματι θλιφθέν 91 a (aor. II. συνθλιβέν s. unten); vom Schuh, er drückt, Plut. conj. praec. p. 417, vgl. Aem. Paul. 5; χείλεα, auf die Lippen einen Kuß drücken, Theocr. 20, 4; – übh. beengen, θλιβομένα καλύβα, eine enge Hütte, Theocr. 21, 18; τεθλιμμένη ἡ ὁδός, im Gegensatz von πλατεῖα εὐρύχωρος, Matth. 7, 14; beengen, lästig fallen, τοῖς οἰκέταις Luc. Nigr. 13, vgl. Alex. 7; im Gelde beengen, μὴ θλιβόμενος κακοπαθῇς Ath. X, 419 e, wie auch wir Geldverlegenheit eine bedrängte Lage nennen; βίοι τεθλιμμένοι, kärgliche Lebensmittel, D. Hal. 8, 73.
French (Bailly abrégé)
f. θλίψω, ao. ἔθλιψα, pf. τέθλιφα;
Pass. ao. ἐθλίφθην, pf. τέθλιμμαι;
1 serrer, presser, comprimer : ὅπου με θλίβει PLUT là où (mon soulier) me blesse;
2 resserrer, acc.;
3 fig. pressurer, accabler (de charges, d'impôts, etc.).
Étymologie: R. Θλιβ, accabler = lat. flig- dans fligo.
Russian (Dvoretsky)
θλίβω: (ῐ) (fut. θλίψω, pf. τέθλῐφα; pass.: aor. ἐθλίφθην, pf. τέθλιμμαι)
1 жать, давить, сжимать, сдавливать (τὸν ὄρρον Arph.; τοὺς ὄφεις Dem.; ἀντιθλίβεται τὸ θλίβων Arst.): οὐδεὶς οἶδεν, ὅπου με θλίβει Plut. погов. никто не знает, где жмет у меня (обувь), т. е. никто не знает моих забот; χείλεα θ. Theocr. крепко целовать в губы;
2 вытеснять (τὸ ψυχρὸν θλίβει τὸ ἐνὸν θερμόν Arst.): τῷ πνεύματι θλιφθείς Plat. теснимый воздухом, т. е. под давлением воздуха;
3 med. тереться: φλιῇσι θλίβεσθαι ὤμους Hom. тереться плечами о (чужие) косяки, т. е. ходить по миру;
4 перен. сжимать, стеснять, ограничивать, уменьшать: θλιβομένα καλύβα Theocr. тесная хижина; μικρὴ ζωὴ τεθλιμμένη Anth. короткая жизнь; τὰ θλιβόμενα τῆς μάχης Plut. (самые) опасные места сражения; βίος τεθλιμμένος Anth. бедное существование, скудные средства к жизни; τεθλιμμένη ὁδός NT узкая дорога;
5 угнетать, мучить (τοῖς οἰκέταις Luc.; ἐν παντὶ θλιβόμενοι NT): ὡς θλίβομαι! Arph. как мне тяжело!; θλιβόμενοι διὰ τὸν πόλεμον Arst. удрученные войной.
Greek (Liddell-Scott)
θλίβω: ῑ: μέλλ. θλίψω Χρησμ. Σιβ. 3. 182, Εὐστ.: ἀόρ. ἔθλιψα Πλάτ. Τιμ. 60C, Καλλ.: πρκμ. τέθλῐφα Πολύβ. 18. 7, 3. ― Μέσ., μέλλ. θλίψομαι, ἴδε κατωτ. ― Παθ., μέλλ. (ἀντι-) θλῐβήσομαι Εὐμάθ. 3. 4: ἀόρ. ἐθλίφθην Πλάτ. Τιμ. 91Α, Ἀριστ. Προβλ. 20. 23· ἀλλὰ μετοχ. ἀορ. β΄ θλῐβεὶς Ἀριστ. αὐτόθι, ὑποτ. ἐκθλῐβῇ Ἱππ. 411. 48: πρκμ. τέθλιμμαι Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀνθ. Π. 7. 472. (φλίβω εἶναι ἕτερος τύπος, ὡς τὸ φλάω ἀντὶ τοῦ θλάω· πρβλ. ὡσαύτως τρίβω). Πιέζω, θλίβω, «τσιμπῶ», θλίβει τὸν ὄρρον ὁ θώραξ Ἀριστοφ. Εἰρ. 1239, πρβλ. Λυσ. 314· τοὺς ὄφεις θλίβων Δημ. 313. 25· ὅπου με θλίβει, ὅπου τὸ πέδιλον μὲ πληγώνει, Πλούτ. 2. 141Α. ― Παθ., ἐπὶ ἀνθρώπου βαρέως φορτωμένου, ὡς θλίβομαι! Ἀριστοφ. Βατρ. 5, πρβλ. Σφ. 1289. ― Μέσ., πολλῇς φλιῇσι παραστὰς θλίψεται ὤμους, θὰ τρίψῃ τοὺς ὤμους του εἰς παραστάτας πολλῶν θυρῶν, ἐπὶ ἐπαίτου, Ὀδ. Ρ. 221· χείλεα θλίβειν, ἐπὶ φιλήματος, Θεόκρ. 20. 4. ΙΙ. πιέζω, στενοχωρῶ, ἐνοχλῶ, Πλάτ. Τιμ. 60C, κτλ. -Παθ., συμπιέζομαι, αὐτόθι 91Α· θλιβομένα καλύβα, μικρά, στενὴ καλύβη, Θεόκρ. 21. 18· ὁδὸς τεθλιμμένη, ἀντίθετον τῷ εὐρύχωρος, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ζ΄, 14· βίος τεθλ., πενιχρός, ἐνδεής, Διον. Ἁλ. 8. 23, πρβλ. Ἀνθ. Π. 8. 742. 2) μεταφ., καταπιέζω, θλίβω, λυπῶ, ἀνάγκη θλ. τινὰ Καλλ. εἰς Δῆλ. 35, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 10, 12. - Παθ., θλ. διὰ τὸν πόλεμον ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 5. 7, 4. -Ἅπαξ παρ’ Ὀμ., οὐδαμοῦ παρὰ Τραγ.
English (Autenrieth)
press, squeeze; only mid. fut., θλίψεται ὤμους, ‘will rub his shoulders,’ Od. 17.221†.
English (Strong)
akin to the base of τρίβος; to crowd (literally or figuratively): afflict, narrow, throng, suffer tribulation, trouble.
English (Thayer)
passive, present θλίβομαι; perfect participle τεθλιμμενος; (allied with flogrum, affliction; from Homer down); to press (as grapes), press hard upon: properly, τινα (A. V. throng), ὁδός τεθλιμμένη a compressed way, i. e. narrow, straitened, contracted, to trouble, afflict, distress (Vulg., tribulo): τινα, Vulg. tribulor (also augustior); tribulationem patior): οἱ θλίβοντες for צָרִים in the Sept.) (Compare: ἀποθλίβω, συνθλίβω.)
Greek Monolingual
(ΑΜ θλίβω)
1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω
2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του»)
3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι
λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη, βαριοθυμώ, βαρυκαρδίζω
νεοελλ.
1. εξαναγκάζω
2. πιέζω κάτι έτσι ώστε να βγει ο χυμός ή το περιεχόμενο του, στείβω, ξεζουμίζω
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεθλιμμένος, -η, -ο
αυτός που βαρυπενθεί
μσν.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) θλιμμένος και τεθλιμμένος, -η, -ον
α) θλιβερός, αυτός που προκαλεί θλίψη
β) δυστυχισμένος, ταλαίπωρος, ταλαιπωρημένος γ) καταθλιπτικός
μσν.-αρχ.
(για πρόσ. ή ζώο φορτωμένο) πιέζομαι, συνθλίβομαι, τσακίζομαι από το βάρος
αρχ.
1. πιέζω, στενοχωρώ, ενοχλώ
2. περιορίζω κάποιον ή κάτι καταπιέζοντας ή σπρώχνοντας, αφανίζω
3. μέσ. θλίβομαι
(για επαίτη) προστρίβω, τρίβομαι κάπου («πολλῇς φλιῇσι παραστάς θλίψεται ὤμους» — θα προστρίψει τους ώμους του σε παραστάτες πολλών θυρών, Ομ. Οδ.)
4. μέσ. υφίσταμαι δεινά, βάσανα
5. μτφ. (η παθ. μτχ. ενεστ. και παρακμ.) θλιβόμενος, -η, -ον και τεθλιμμένος, -η, -ον) στενός, στενόχωρος (α. «θλιβομένα καλύβα» — στενή καλύβα, Θεόκρ.
β. «τεθλιμμένη οδός» — στενός δρόμος, ΚΔ)
6. φρ. «θλίβω χείλη» — φιλώ ζωηρά στο στόμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. προήλθε από συμφυρμό τών θλω και φλίβω, που έχουν την ίδια σημασία. Το ρ. θλίβω, συνώνυμο του πιέζω, αρχικά είχε αυτή τη σημασία (πρβλ. συνθλίβω), ενώ αργότερα στην Καινή Διαθήκη χρησιμοποιήθηκε μεταφορικά θλίβομαι «υφίσταμαι δεινά», θλίψεις «δεινά», για να καταλήξει σήμερα στη σημ. «προξενώ λύπη, στενοχωρώ»
ΠΑΡ. θλίψη (-ις), θλιβή, θλιβίας, θλιβώδης, θλιμμός
μσν.- νεοελλ.
θλιμμένος
νεοελλ.
θλιβός.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) εκθλίβω, καταθλίβω, συνθλίβω
αρχ.
αναθλίβω, αντεκθλίβω, αντιθλίβω, αποθλίβω, διαθλίβω, εισθλίβω, εναποθλίβω, ενθλίβω, εξαναθλίβω, επιθλίβω, παραθλίβω, παραναθλίβω, παρεκθλίβω, περιθλίβω, προαναθλίβω, προσαποθλίβω, προσεκθλίβω, προσεπεκθλίβω, προσεπιθλίβω, προσθλίβω, συναποθλίβω, συνεκθλίβω, συνεπιθλίβω, υπαναθλίβω, υποθλίβω].
Greek Monotonic
θλίβω: [ῑ], μέλ. θλίψω, αόρ. αʹ ἔθλιψα· Παθ., παρακ. τέθλιμμαι·
I. συμπιέζω, συνθλίβω, τσιμπώ, σε Αριστοφ., Δημ.· Παθ., λέγεται για άνθρωπο βαριά φορτωμένο, ὡς θλίβομαι!, σε Αριστοφ.· Μέσ., πολλῇς φλιῇσι παραστὰς θλίψεται ὤμους, θα τρίψει τους ώμους του σε πολλές παραστάδες πορτών, λέγεται για το ζητιάνο, σε Ομήρ. Οδ.
II. 1. πιέζω, στεναχωρώ, ενοχλώ, σε Πλάτ.· Παθ., συμπιέζομαι, θλιβομένα καλύβα, μικρή, στενή καλύβα, σε Θεόκρ.· ὁδὸς τεθλιμμένη, στενή οδός, σε Καινή Διαθήκη
2. μεταφ., καταπιέζω, θλίβω, προκαλώ λύπη, σε Αριστ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: press, bruise (ρ 221).
Other forms: aor. θλῖψαι,
Compounds: often with prefix, ἐκθλίβω, συνθλίβω, ἐνθλίβω, ἀποθλίβω a. o.,
Derivatives: (ἔκθλιψις etc.) θλῖψις pressure (Arist.), θλιμμός id. (LXX, Aq.), ἔκθλιψις, ἀπόθλιμμα = what is pressed out, sap (Hp.), (ἐκθλιβή pressure (LXX, Gal.) with θλιβερός (Paul. Aeg.), θλιβώδης (Aq.); θλιβίας = θλαδίας (Str.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: From θλάω and φλίβω (also τρίβω?) through crossing? Walde IF 19, 105, Güntert Reimwortbildungen 149.
Middle Liddell
I. to press, squeeze, pinch, Ar., Dem.:—Pass. of a person heavy-laden, ὡς θλίβομαι! Ar.:—Mid., πολλῆισι φλιῆισι θλίψεται ὤμους he will rub his shoulders against many doorposts, of a beggar, Od.
II. to pinch, compress, straiten, Plat.:—Pass. to be compressed, θλιβομένα καλύβα a small, close hut, Theocr.; ὁδὸς τεθλιμμένη a narrow way, NTest.
2. metaph. to oppress, afflict, distress, Arist.
Frisk Etymology German
θλίβω: {thlíbō}
Forms: Aor. θλῖψαι,
Grammar: v.
Meaning: pressen, drücken, quetschen (seit ρ 221).
Composita: oft mit Präfix, ἐκ-, συν-, ἐν-, ἀπο- u. a.,
Derivative: Davon (ἔκ- usw.) θλῖψις Bedrückung, Drangsal (Arist. usw.), θλιμμός ib. (LXX, Aq.), ἔκ-, ἀπόθλιμμα das Ausgedrückte, Ausgepreßte, Saft (Hp. u. a.), (ἐκ-)θλιβή Drückung (LXX, Gal.) mit θλιβερός (Paul. Aeg.), θλιβώδης (Aq.); θλιβίας = θλαδίας (Str.).
Etymology: Aus θλάω und φλίβω (auch τρίβω?) durch Kreuzung entstanden; Walde IF 19, 105, Güntert Reimwortbildungen 149.
Page 1,676
Chinese
原文音譯:ql⋯bw 特里波
詞類次數:動詞(10)
原文字根:壓縮 相當於: (יׄונָה / יָנָה) (לָחַץ) (צוּק) (צָרַר)
字義溯源:擁擠,壓制,壓,痛苦,受患難,加患難,遭患難,遭難,受敵,作成小的;源自(τρίβος)=路徑,走踏成路);而 (τρίβος)出自(τρίβος)X*=磨擦)
同源字:1) (ἀποθλίβω)擠迫 2) (θλίβω)擁擠 3) (θλῖψις)壓迫 4) (συνθλίβω)緊壓
同義字:1) (θλίβω)擁擠 2) (στενοχωρέω)圍緊 3) (συμπνίγω)全然擠住 4) (συνέχω)共同持有 5) (συνθλίβω)緊壓
出現次數:總共(10);太(1);可(1);林後(3);帖前(1);帖後(2);提前(1);來(1)
譯字彙編:
1) 我們⋯受患難(2) 林後1:6; 林後4:8;
2) 遭難的人(1) 提前5:10;
3) 遭患難(1) 來11:37;
4) 受患難的人(1) 帖後1:7;
5) 加患難(1) 帖後1:6;
6) 他們擁擠(1) 可3:9;
7) 遭受患難(1) 林後7:5;
8) 受患難(1) 帖前3:4;
9) 作成小的(1) 太7:14
Mantoulidis Etymological
(=πιέζω, στενοχωρῶ, ἐνοχλῶ, λυπῶ). Ἀπό συμφυρμό τοῦ θλάω καί τοῦ φλίβω.
Παράγωγα: θλῖψις, κατάθλιψις, σύνθλιψις, θλιβερός, θλίβη (=τρίψιμο), θλιβίας (=εὐνοῦχος), θλιβώδης, θλιπτικός, θλιμμός.