προχωρέω

Revision as of 19:43, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

English (LSJ)

   A go or come forward, advance, πρὸς ἐμὴν χεῖρα as my hand guides thee, S.Ph.148 (anap.), etc.; of troops, Th.2.12,3.111, etc.; of excrement, to be voided, Arist.HA594b22 (later Pass., Alex. Trall.9.3); οἶκος εἰς βορρᾶν προκεχωρηκώς, Lat. vergens ad . ., Luc. Hipp.7: of Time, τοῦ αἰῶνος προκεχωρηκότος X.Cyr.8.7.1, cf. Hdn.2.2.2, etc.; προὐχώρει ὁ πότος X.An.7.3.26, cf. Luc.DMeretr.15.2: of Degree, προχωρεῖ καὶ οὐ μένει τό τε θερμότερον ἀεὶ καὶ τὸ ψυχρότερον ὡσαύτως Pl.Phlb.24d.    2 of coin, pass current, Peripl.M.Rubr.47, S.E.M.1.178; of funds, to be allocated or expended, εἰς τὴν τῶν τειρώνων συντέλειαν IGRom.4.1763 (Tira), cf. IG42(1).91.10 (iii A.D.), PSI4.285.4 (iv A.D.).    3 to be imported, Peripl.M.Rubr.6, al.    b find a market, sell, οὐ προχωρεῖ ὁ πυρὸς εἰ μὴ ἐκ δραχμῶν ἑπτά PAmh.2.133.18 (ii A.D.).    II metaph., of states, wars, enterprises, etc., proceed, freq. with some word denoting a good or bad issue, δόξας εὖ προχωρῆσαι δόμος E.Heracl.486 (nisi leg. δρόμος) ; τὰ Περσέων πρήγματα ἐς ὃ δυνάμιος προκεχώρηκε Hdt.7.50; Ἴωσι προχωρησάντων ἐπὶ μέγα τῶν πραγμάτων Th.1.16; οὕτως ὠμὴ <ἡ> στάσις π. Id.3.81; αὐτῷ π. τὰ πράγματα ᾗ ἐβούλετο Id.1.74; τούτων προκεχωρηκότων ὡς ἐβούλοντο X.HG5.2.1, cf. 7.2.1, Cyr.2.3.16: abs., go on well, prosper, οὔ τι προχωρέειν οἷον τε ἔσται τῶν πρηγμάτων Hdt.8.108; ἐπεί τέ σφι . . οὐ προεχώρεε [κάτοδος] Id.5.62; ἤν τινά γε προχωρῇ Hp.Fract.15 (v.l. προσ-) ; τὸ ἔργον π. Th.8.68; τὰ πλείω αὐτοῖς προὐκεχωρήκει Id.4.73, cf. 6.103; τὰ νῦν προχωρήσαντα your present successes, Id.4.18; of auguries and the like, τὰ διαβατήρια αὐτοῖς οὐ π. Id.5.54; ἴσως ἂν τὰ ἱερὰ μᾶλλον προχωροίη ἡμῖν X.An.6.4.21: rarely of ill success, turn out, παρὰ δόξαν αὐτοῖς π. τῶν πραγμάτων Plb.5.29.1; τὸ δ' ἐς τοὐναντίον π. Luc.Alex.36.    2 impers., προχωρεῖ μοι it goes on well for me, I have success, commonly with neg., ὥς οἱ δόλῳ οὐ προεχώρεε when he could not succeed by craft, Hdt.1.205, cf. 84, Th.1.109, etc.; οὐ προὐχώρει ᾗ προσεδέχοντο things did not succeed as... Id.3.18: c.inf., ἢν μὴ προχωρήσῃ ἴσον ἑκάστῳ ἔχοντι ἀπελθεῖν if it be not possible . ., Id.4.59; ἐὰν τοῖς γεωργοῖς προχωρῇ πωλεῖν κτλ. PCair.Zen.723.8 (iii B.C.); ῥίψαντες, ὡς ἑκάστοις προὐχώρει (sc. ῥῖψαι) . . Arr.An.1.1.12; ἡνίκ' ἂν ἑκάστῳ π. X.Cyr.1.2.4; ὁπόσα σοι προχωρεῖ as much as is convenient, ib.3.2.29, cf. An.1.9.13: abs. in part., προκεχωρηκότων τοῖς Λακεδαιμονίοις ὥστε . .when things went on so well for them that... Id.HG5.3.27.    3 later, of persons, advance, ἐπὶ μέγα π. Luc. DMort.12.2; of excess, ἐς πᾶν τρυφῆς π. D.C.39.37, cf. 48.1; ἐς τοῦτο, ὥστε . . Id.73.3; ἐς τοσοῦτον μανίας, ὡς . . Hdn.1.15.8.    III come forward to speak, π. τῶν ἄλλων come out in front of the rest, v.l. in Din.3.14.

German (Pape)

[Seite 800] vorwärtsgehen, fortschreiten, Her. 7, 50, 2; vorrücken, πρὸς ἐμὴν χεῖρα, Soph. Phil. 148; προκεχωρηκότες ἄπωθεν τῆς Ὄλπης, Thuc. 3, 111; εἰς τὴν χώραν, 2, 12; προχωρεῖ ὁ πότος, Xen. An. 7, 3, 26; προχωρεῖ γὰρ καὶ οὐ μένει, Plat. Phil. 24 d; νῦν σοι προχωρεῖ δαιμόνων κατάστασις, Eur. Phoen. 1272; Fortgang haben, von Statten gehen, gedeihen, Her. 1, 84. 5, 62. 8, 102; οὕτως στάσις προὐχώρησε, Thuc. 3, 82; τὸ ἔργον προὐχώρησε, 8, 68, u. öfter; τοῦ ἔργου προχωρήσαντος, Hdn. 7, 5, 1, u. oft, bes. κατὰ γνώμην; so τὰ νῦν προχωρήσαντα, Thuc. 4, 18; auch ἱερά, fallen günstig aus, Xen. An. 6, 2, 21 (aber ib. 1, 9, 13 ἔχοντι ὅτι προχωροίη ist nach Krüger = er hat einen Grund, warum er reis't; nach Andern = mit sich führend, was ihm beliebt); dah. imperson. ὥς οἱ δόλῳ οὐ προεχώρεε, da es ihm mit der List nicht gelang, Her. 1, 205; ὡς οὐ προὐχώρει αὐτῷ, Thuc. 1, 109, vgl. 2, 56; Plat. Conv. 220 c; ὁπόσα σοι προχωρεῖ, so viel du kannst, Xen. Cyr. 3, 2, 29; ἡνίκ' ἂν ἑκάστῳ προχωρῇ, 1, 2, 4, wenn es Jedem seine Zeit und Geschäfte erlauben, u. öfter; προκεχωρηκότων τοῖς Λακεδαιμονίοις, sc. τῶν πραγμάτων, Hell. 5, 3, 27; vgl. προχωρησάντων ἐπὶ μέγα τῶν πραγμάτων, als ihre Macht zu einem hohen Grade gediehen war, Thuc. 1, 16; κατὰ λόγον προχωρεῖ σφίσι τὰ πράγματα, Pol. 1, 20, 3, u. A.; seltener im schlimmen Sinne, παρὰ δόξαν αὐτοῖς προχωρούντων τῶν πραγμάτων, Pol. 5, 29, 1; ὥςπερ γὰρ ἐν πόλει νομίσματος προχωροῦντος, S. Emp. adv. gramm. 178, die Münze kursirt, hat Geltung.