καθιερόω

Revision as of 19:43, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_5)

English (LSJ)

Ion. κατῑρόω,

   A dedicate, devote, Hdt.1.92, 164; τῇ μὲν γὰρ Ἀθηναίᾳ καθιέρωσεν εἰς ἀναθήματα . . πεντακισχιλίους στατῆρας Lys.19.39; τὸ λαχὸν μέρος ἑκάστῳ τῷ θεῷ Pl.Lg.745d; Χώραν Aeschin.3.109; ἑαυτοὺς ὑπὲρ τῆς πατρίδος τῷ δαίμονι κ. Plu.Cam.21; τὸ θέατρον D.C.39.38, cf. SIG791B5 (Delph., i A.D.), etc.:—Pass., ἐμοὶ τραφείς τε καὶ καθιερωμένος [ῑ] A.Eu.304; ἡ Κιρραία Χώρα καθιερώθη was consecrated, D.18.149; καθιερωμένα ἀναθήματα Plb.7.14.3, cf. 3.22.1; οἱ καθιερούμενοι τῷ Διΐ his priests, S.E.P.3.224.    2 set up, establish as sacred, τὴν φήμην Pl.Lg.838d:—Pass., νόμιμον καθιερωθέν ib.839c; δίκαια ἐν στήλῃ καθιερωμένα Plb.9.36.9.--Prose word, used once by A.

German (Pape)

[Seite 1285] ion. κατιρόω, heiligen, weihen; ἐμοὶ τραφείς τε καὶ καθιερωμένος Aesch. Eum. 304; οἴκημα, τὴν οὐσίην κατιρῶσαι, Her. 1, 92. 164; τῷ θεῷ τι Plat. Legg. V, 745 d, öfter; καθιερωθὲν τοῦτο τὸ νόμιμον VIII, 839 b, u. öfter von gesetzlichen Vestimmungen. Bei Plut. Cam. 21 u. a. Sp. ἑαυτοὺς τῷ δαίμονι ὑπὲρ τῆς πατρίδος, se diis devovere.