εἰσφοιτάω
English (LSJ)
pf. -πεφοίτηκα,
A go often into, ἐς τοὐπτάνιον Ar.Eq. 1033 ; πρὸς τὴν ἄλοχον E.Andr.945 : abs., Lys.Fr.58 : c. acc., κλισίας Q.S.3.433 ; to be imported, of goods, D.C. 43.24, 60.11.
German (Pape)
[Seite 746] oft hineingehen; ἐς τοὐπτάνιον Ar. Equ. 1033; πρός τινα, Eur. Andr. 946 u. Sp.; auch übertr., von Waaren, τὸ ὕφασμα παρ' ἐκείνων καὶ πρὸς ἡμᾶς εἰσπεφοίτηκεν D. Cass. 43, 24.