πλήρης
English (LSJ)
ες, gen. εος, contr. ους: Comp.
A -έστερος Pl.Smp.175d: Sup. -έστατος S.Ph.1087(lyr.), etc.: (πίμ-πλη-μι): I c. gen., full of, ἄστυ π. οἰκιέων Hdt.1.180; φορμοὶ ψάμμου π. Id.8.71; ὁμίχλα . . π. δακρύων A.Pr.145(lyr.); πλῆρες ἄτης στέγος S.Aj.307; ποταμὸς π. ἰχθύων X.An.1.4.9; π. μέλιτος τὸ καλὸν στόμα Theoc.1.146; ταῦτα πάσης ἀλογίας π. Plb.1.15.6; of persons, κενῶν δοξασμάτων π. E.El. 384; αἰδοῦς π. ψυχή Pl.Plt.310d. 2 infected by, π. ὑπ' οἰωνῶν τε καὶ κυνῶν βορᾶς polluted by birds and dogs with meat (torn from the body of Polynices), S.Ant.1017; νόσου ib.1052. 3 satisfied, satiated, c. gen., π. ἔχοντι θυμὸν ὧν χρῄζεις Id.OC778: c. part., θηεύμενοι ἔωσι π. they should have gazed their fill, Hdt.7.146. II less freq. c. dat., filled with, Ἕλλησι βαρβάροις θ' ὁμοῦ π. πόλεις E. Ba.19. III abs., full, of a swollen stream, Hdt.2.92; of the moon, Sapph.53, Hdt.6.106; π. γαστήρ S.Fr.848; ὄγκος γαστρός Trag.Adesp.186; κρατῆρες, δέπας, etc., E.Ba.221, Hec.527, etc.; κεχόρτασμαι . . οὐ κακῶς, ἀλλ' εἰμὶ π. Eub.30, cf. 53; full of people, ἐπειδὰν π. ᾖ τὸ θέατρον Isoc.8.82; π. τὸ βαλανεῖον ποιεῖν Ar.Nu.1054; εἰ π. τύχοι ὁ δῆμος ὤν Id.Ec.95, cf. X.Ath.2.17; ἡ βουλὴ ἐπειδὴ ἦν π. And. 1.112; ἐπειδὰν πάντα π. ᾖ τὰ δικαστήρια Arist.Ath.66.1, cf. IG12.41.5; ἐπειδὴ π. αὐτοῖς ἦσαν αἱ νῆες fully manned, Th.1.29, cf. X.HG2.1.28, D.50.32; of persons, satisfied, gorged, opp. κενός, X.Oec.11.18, etc.; τὸ π., opp. τὸ κενόν, Leucipp. and Democr. ap. Arist.Metaph.985b5. 2 full, complete, ἐπειρώτων . . εἰ λελάβηκε πλήρεα . . τὰ ἀκροθίνια Hdt.8.122; ὡς ἂν τὴν χάριν πλήρη λάβω E.Hel.1411, cf. PGiss.40ii6 (iii A. D.); -εστάτη οἰκειότης fullest intimacy, Epicur.Sent.40; φέρων π. τὸν μισθόν X.An.7.5.5; -εστάτῳ δικαίῳ, = Lat. optimo jure, PFlor.66.3 (iv A. D.); of numbers or periods of Time, τέσσερα ἔτεα π. four full years, Hdt.7.20. 3 solid, whole, of a voting-pebble (ψῆφος), opp. τετρυπημένος, τρυπητός, Aeschin.1.79, Arist.Ath.68.2, 69.1; π. ὁπλαί Poll.1.191; αὔλημα Id.4.73; ἄγαλμα . . ἐποίησε πλῆρες Paus.9.12.4. 4 of sound, full, πληρέστερον μέλος Iamb.VP14.65. 5 of wine, full-bodied, with a persistent flavour, Archig. ap. Gal.8.945; of the pulse, Id.ib.678; of wool, Id.ib.672. 6 ἐκ πλήρους fully, ποιεῖν τὰ δίκαια IG22.1343.21; in full, τὰ ἐκφόρια κομίσασθαι PTeb.105.47 (ii B. C.), etc. IV πλήρης is used indecl. in later Greek, esp. of payments in full, Wilcken Chr.499.9 (ii/iii A. D.), etc.; freq. v.l. in LXX, Ge.27.27, Nu.7.20, Jb.21.24,al. V Adv. πλήρως in full, Sammelb.4652.2 (iv A. D.): Sup. -έστατα Iamb.Protr. 21.κγ'.
German (Pape)
[Seite 634] ες (πλέος), voll, angefüllt, τινός, Her. 8, 71; von einem Strome, 2, 92; vom Monde, 6, 106, u. bei den Attikern sehr gewöhnlich; ὁμίχλη προσῇξε δακρύων πλήρης, Aesch. Prom. 145; πλῆρες ἄτης στέγος, Soph. Ai. 300; auch βωμοὶ πλήρεις ὑπ' οἰωνῶν τε καὶ κυνῶν βορᾶς, Ant. 1004; u. übertr. satt, νόσου, 1039, πλήρη δ' ἔχοντι θυμὸν ὧν χρῄζοις, O. C. 782; ἀγὼν πλήρης στεναγμῶν, Eur. Hec. 230; κενῶν δοξασμάτων πλήρεις, El. 384; πλήρης ὁ δῆμος, Ar. Eccl. 95; u. oft in Prosa: σφαδασμῶν τε καὶ ὀδυνῶν πλήρης, Plat. Rep. IX, 579 e; τὸ φρόνιμον καὶ ἀρετῆς πλῆρες, Legg. X, 897 b; πληρέστερον, im Ggstz des κενώτερον, Conv. 175 d; ψῆφος, im Ggstz der τετρυπημένη, womit freigesprochen wird, Aesch. 1, 79; von Schiffen, bemannt, Thuc. u. A.; auch von der Zahl, vollständig, τέσσερα ἔτεα πλήρεα, vier volle Jahre, Her. 7, 20, der es auch mit dem partic. vrbdt, πλήρης ἐστὶ θηεύμενος, er hat sich satt gesehen, 7, 146. – Bei den Gramm., τὸ πλῆρες, vollständig, heißt der Satz oder das Wort, wenn sie Etwas ergänzen; vgl. Ath. XI, 493.