ές, (πεσεῖν)
A falling on the knee, Tim.Pers.189; ἕδραι γ. a kneeling posture, E.Ph.293.
[Seite 502] ές, knie-, fußfällig, γονυπετεῖς ἕδ ρας προσπιτνῶ σ' ἄναξ Eur. Phoen. 300; Synes.