A = βλάπτομαι, only 3sg., βλάβεται δέ τε γούνατ' ἰόντι Il.19.166; stumble, hesitate, of a speaker, ib.82; of a bowstring, Anacreont.31.26.
[Seite 446] praes. βλάβεται, = βλάπτεται, Il. 19, 82. 166 Od. 13, 34; Anacr. 31, 26; act. Qu. Sm. τίη νύ σοι ἔβλαβεν ἦτορ 5, 509.