Dor. ἁσ- (v.l. ἡσ-), ον,
A = ἥσυχος, ἁμέρα Pi.O.2.32.
[Seite 1178] = ἥσυχος, dor. ἁσύχιμος ἁμέρα Pind. Ol. 2, 32.