ἀλοίτης

Revision as of 19:50, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (c2)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = ἀλείτης, avenger, Emp.10:—fem. Ἀλοῖτις, ιδος, ἡ, of Athena, Lyc.936: but ἀλοῖτις, ἡ, = γεντιανή, Ps.-Dsc.3.3; = μανδραγόρα ἄρρεν, Id.4.75. ἀλοιτός, ὁ, (ἀλιτεῖν) = ἀλείτης, Lyc. 136: fem. ἀλοιταί· κοιναί, ἁμαρτωλαί, ποιναί (cf. ἀλοίτης), Hsch.

German (Pape)

[Seite 109] ὁ, äol. = ἀλείτης, Empedocl. p. 478. Bei Lycophr. 136 auch ἀλοιτός.