ἀλείτης
ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.
English (LSJ)
ἀλείτου, ὁ, sinner, of Paris and suitors of Penclope, Il.3.28, Od.20.121:—ἀλείτης τινός sinner against one, A.R.1.1338:—fem. ἀλεῖτις Hdn.Gr.2.67; cf. ἀλιταίνω, ἀλοιτός.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Grafía: graf. ἀλίτ- Apollon.Lex.259, Orio 32, PMasp.97ue.77 (VI d.C.)
• Prosodia: [ᾰ-]
ofensor, el que agravia φάτο γὰρ τείσεσθαι ἀλείτην dijo que pagaría el ofensor, Il.3.28, cf. Od.20.121, Orio 32, Apollon.Lex.259, PMasp.l.c.
•c. gen. ofensor ἐνηέος ἀνδρὸς ἀλείτην A.R.1.1338.
German (Pape)
[Seite 92] ὁ (ἀλιτεῖν), Frevler, Hom. zweimal, Iliad. 3, 28 Od. 20, 121 φάτο γὰρ τίσεσθαι (τίσασθαι) ἀλείτην (ἀλείτας); τινός Ap. Rh. 1, 1338.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
coupable.
Étymologie: ἀλιταίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλείτης -ου, ὁ overtreder, misdadiger.
Russian (Dvoretsky)
ἀλείτης: ου (ᾰ) ὁ злодей, нечестивец, совратитель Hom.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: sinner (Il.)
Compounds: From the stem of the aorist ἀλιτό-ξενος sinning against a guest (Pi.), with metrical lengthening e. g. ἠλιτό-μηνος missing the right month, i. e. untimely born (Il.). νηλείτιδες Od. to be read *νηλείτεες (Beekes, Lar. 108f, 289), cf. νηλείτης Antim. 177W; νηλείτης· ἀναμάρτητος LSJ Supp.; νηλιτέες· ἀναμάρτητοι, ἀναίτιοι, (ἄχρηστοι) H. with νη- < *n̥-h₂leit- (from *h₂leit-os n.?)
Derivatives: With ablaut: ἀλοίτης criminal (Emp.); ἀλοιταί κοιναί, ἁμαρτωλαί, ποιναί H. ἀλοιτήεσσαν κοινήν, ἄνανδρον EM. - With zero grade: aor. ἤλιτον, pres. (sec.) ἀλιταίνω, offend against, transgress (Hom.). From ἀλιτεῖν: ἀλιτήμων criminal but also cursed (Il.). Further ἀλιτρός sinner, rogue, also adj. (Hom.).
Origin: IE [Indo-European] [672] *h₂leit- sin?
Etymology: On the relation of the Greek forms s. Tichy, Glotta 55 (1977)160ff. The only cognate proposed is OHG leid, NHG Leid (*laiÞa-) injustice. The ablaut suggests an old IE form.
Middle Liddell
ἀλέομαι
one who flees from punishment, a culprit, a sinner, Hom.
English (Autenrieth)
sinner, evil-doer, Il. 3.28, Od. 20.121.
Greek Monolingual
ἀλείτης, ο (Α)
1. (για τον Πάρι και τους μνηστήρες της Πηνελόπης) αμαρτωλός, ανόσιος, κακούργος
2. αυτός που δεν φέρθηκε σωστά σε κάποιον, που έσφαλε απέναντί του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνήθως το επίθ. συνδέεται με λ. από τη γερμανική οικογένεια, όπως το αρχ. γερμ. leid «μισητός, απεχθής», το νεώτερο γερμ. Leid «θλίψη, πόνος» και το αρχ. σκανδιναβ. [leidr «δυσάρεστος, μισητός» — το αρκτικό α- της λ. πιθ. να είναι προθετικό. Από την ετεροιωμένη βαθμίδα (-οι-) της ρίζας της λ. ἀλείτης πρέπει να προέρχεται και το επίθ. του θανάτου ἀλοίτης «εγκληματικός», επομένως «σκληρός, απάνθρωπος». Με τη μηδενισμένη βαθμίδα (-ι-) της ίδιας ρίζας, εξάλλου, συνδέονται και οι αοριστικοί τ. ἤλιτεν, ἠλίτετο, που απαντούν στο έπος και στα χορικά του Αισχύλου, από όπου υποχωρητικά και ο ενεστωτικός τ. ἀλιταίνω «αμαρτάνω, αδικώ, βλάπτω». Τέλος, με την ίδια ρίζα πρέπει να συνδέονται και τα επίθ. ἀλιτήριος «ανόσιος, αμαρτωλός, ένοχος» και ἀλιτρός «αμαρτωλός, κακός, φαύλος». Η ρίζα ἀλίτ-, από την οποία ερμηνεύονται οι ρηματικοί τ., θεωρείται βάση ολόκληρης της ετυμολογικής αυτής ομάδας. Οι επιθετικοί τ. ἀλεί-της, ἀλι-τή-ριος (πρβλ. θελκτήριος, ἱκετήριος, λυτή-ριος), ἀλι-τρός (πρβλ. ἰα-τρός, δαιτρός) θεωρούνται μεταγενέστεροι σχηματισμοί].
Greek Monotonic
ἀλείτης: -ου, ὁ (ἀλέομαι), αυτός που ξεφεύγει, διαφεύγει της τιμωρίας, παραβάτης, αμαρτωλός, σε Όμηρ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλείτης: -ου, ὁ, (ἄλη) ὁ παραπλανῶν τινα ἢ παρεκβαίνων τῆς εὐθείας ὁδοῦ, παραβάτης, ἁμαρτωλός, περὶ τοῦ Πάριδος καὶ τῶν μνηστήρων τῆς Πηνελόπης, Ἰλ. Γ. 28, Ὀδ. Υ. 121· - ἀλείτης τινός, ὁ εἴς τινα ἐξαμαρτάνων, Ἀπολλ. Ρόδ. Λ. 1338: - πρβλ. ἀλιτρός, ἀλοίτης, ἀλοιτός.
Frisk Etymology German
ἀλείτης: {aleítēs}
Forms: ἀλεῖτις f. (Hdn.).
Grammar: m.
Meaning: Frevler (Hom., A. R.),
Derivative: Ableitung: ἀλειτεία· ἡ ἁμαρτία Suid. — Mit qualitativem Ablaut: ἀλοίτης Rächer (Emp.), Ἀλοῖτις Beiname der Athena (Lyk. 936); ἀλοιτός Frevler (Lyk. 136), ἀλοιταί· κοιναί, ἁμαρτωλαί, ποιναί H. Denominatives Verb: ἀλοιτεύειν· ἀλιτήριος εἶναι EM. ἀλοιτήεσσαν· κοινήν, ἄνανδρον H. — Mit Schwundstufe: ἀλιταίνω, Aor. ἤλιτον ‘freveln, sich an jemanden versündigen’ (ep. poet.). Der Aoriststamm als Vorderglied z. B. in ἀλιτόξενος gegen Freunde fehlend (Pi.), mit metrischer Dehnung z. B. ἠλιτόμηνος ‘den (rechten) Monat verfehlend', d. h. zu früh geboren (Il. usw., vgl. Sommer Nominalkomp. 125ff.). — Ableitungen von ἀλιτεῖν: ἀλιτήμων verwünscht, verderblich (Il., Kall., A. R.) mit ἀλιτημοσύνη Frevel (Opp.); Subst. ἀλίτημα Frevel (AP). Von ἀλιτεῖν wohl auch ἀλιτήριος frevelnd, sündhaft (att.); *ἀλιτήρ nicht belegt, aber vgl. ἀλίτρια· ἡ ἁμαρτωλός Et. Gud. 2 und ἀλιτρός unten; ἀλιτηρός ib. (S. OK 371, falls nicht falsch für -ήριος); erweitert in ἀλιτηριώδης verwünscht, verderblich (Pl., D. C.). — Neben ἀλιταίνω steht ἀλιτρός Frevler, Schelm, auch Adjektiv (ep. poet., auch sp. Prosa); der Suffixwechsel kann auf einen alten r-n-Stamm hindeuten. Danach ἀλιτραίνω = ἀλιταίνω (ep. poet.), vgl. Fraenkel Arch. philol. 7, 21ff. Eine andere Verbalableitung ist ἀλιτρέω A. Eu. 316 (ἀλιτρῶν codd.: ἀλιτών Dorat). Abstrakta von ἀλιτρός: ἀλιτρία (S., Ar.), ἀλιτροσύνη (A. R., AP usw.).
Etymology: Sichere Verwandte dieser wegen der Ablautsvariationen offenbar alten Wortsippe fehlen. Seit Fick4 1, 533 vergleicht man die germanische Gruppe ahd. leid, awno. leiđr unangenehm, verhaßt, nhd. Leid. WP. 2, 401. Zum anlautenden ἀ- (prothetisch?) Harl KZ 63, 18.
Page 1,67
Translations
sinner
Albanian: mëkatar, mëkatare; Arabic: خَاطِئ, آثِم; Azerbaijani: günahkar; Belarusian: грэшнік, грэшніца; Bulgarian: грешник, грешница; Catalan: pecador; Chinese Cantonese: 罪人; Hakka: 罪人; Mandarin: 罪人; Min Nan: 罪人; Czech: hříšník, hříšnice; Dalmatian: pecataur, pecaudur; Danish: synder; Dutch: zondaar; Esperanto: pekanto; Finnish: syntinen; French: pécheur, pécheresse; Old French: pecheor; Friulian: pecjadôr; German: Sünder, Sünderin; Greek: αμαρτωλός; Ancient Greek: ἁγίτης, ἀλείτης, ἀλίτροπος, ἀλιτρός, ἁμαρτάνων, ἁμαρτάς, ἁμαρτωλός, ἔκπτωτος, ἐναγής, ἐνάμαρτος, ἐξαμαρτάνων; Greenlandic: ajortilik; Haitian Creole: pechè; Hebrew: חוטא, חוטאת; Hungarian: bűnös; Irish: peacach; Old Irish: peccad; Italian: peccatore, peccatrice; Japanese: 罪人; Kaqchikel: ajmak; Kazakh: күнәһар; Korean: 죄인(罪人); Kurdish Northern Kurdish: gunehkar; Kyrgyz: күнөөкөр; Latin: peccator, peccans; Lezgi: гунагькар; Macedonian: грешник, грешница; Malay: orang berdosa; Manx: peccah; Maori: kaihara; Occitan: pecador, pecaire; Old Occitan: peccador; Old English: synful; Persian: گناهکار; Polish: grzesznik, grzesznica; Portuguese: pecador, pecadora; Russian: грешник, грешница; Sardinian: pecadore, pecadori; Scottish Gaelic: peacach; Serbo-Croatian Cyrillic: грешник, грешница; Roman: grešnik, grešnica; Sicilian: piccaturi; Slovak: hriešnik, hriešnica; Slovene: grešnik, grešnica; Spanish: pecador, pecadora; Swahili: mwenye dhambi; Swedish: syndare; Tagalog: makasalanan; Tajik: гунаҳкор; Tatar: гөнаһкәр; Telugu: దోషకారి; Turkish: günahkâr; Turkmen: günäkär; Ukrainian: грі́шник, грі́шниця; Uyghur: گۇناھكار; Uzbek: gunohkor; Venetian: pecador; Vietnamese: tội nhân, người có tội, người phạm tội; Volapük: sinan, hisinan, jisinan; Welsh: pechadur