κατερυκάνω
English (LSJ)
[ᾰ], lengthd. form of
A κατερύκω, μή μ' ἐθέλοντ' ἰέναι κατερύκανε Il.24.218.
German (Pape)
[Seite 1397] = Folgdm, Il. 24, 218, wie Orph. Arg. 645, l. d.
[ᾰ], lengthd. form of
A κατερύκω, μή μ' ἐθέλοντ' ἰέναι κατερύκανε Il.24.218.
[Seite 1397] = Folgdm, Il. 24, 218, wie Orph. Arg. 645, l. d.