κατερυκάνω

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατερῡκάνω Medium diacritics: κατερυκάνω Low diacritics: κατερυκάνω Capitals: ΚΑΤΕΡΥΚΑΝΩ
Transliteration A: katerykánō Transliteration B: katerykanō Transliteration C: katerykano Beta Code: kateruka/nw

English (LSJ)

[ᾰ], lengthened form of κατερύκω, μή μ' ἐθέλοντ' ἰέναι κατερύκανε Il.24.218.

German (Pape)

[Seite 1397] = Folgdm, Il. 24, 218, wie Orph. Arg. 645, l. d.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf;
c.
κατερύκω.

Russian (Dvoretsky)

κατερῡκάνω: Hom. = κατερύκω.

Greek (Liddell-Scott)

κατερῡκάνω: ᾰ ἐκτεταμένος τύπος τοῦ ἑπομ., μή μ’ ἐθέλοντ’ ἰέναι κατερύκανε Ἰλ. Ω. 218.

Greek Monolingual

κατερυκάνω (Α)
(παρεκτεταμ. τ. του κατερύκω) κρατώ πίσω, εμποδίζω, αναχαιτίζω.

Greek Monotonic

κατερῡκάνω: [ᾰ], = το επόμ., σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

=kateru/_kw, Il.]