ὀξυθύμια
English (LSJ)
τά,
A refuse deposited at cross-roads near the statues of Hecate, ὃν χρῆν ἔν τε ταῖς τριόδοις κἀν τοῖς ὀξυθυμίοις προστρόπαιον τῆς πόλεως κάεσθαι τετριγότα should have been burned among the refuse, Eup.120 ; περὶ οὗ πολλῷ ἂν δικαιότερον ἐν τοῖς ὀ. ἡ στήλη σταθείη ἢ ἐν τοῖς ἡμετέροις ἱεροῖς Hyp.Fr.79 ; τῶν ὀ. ἀτιμότερος Poll.5.163, cf. 2.231 ; = Ἑκαταῖα 11, Did. ap. Harp., cf. Phot., Suid. ; or perh. gallows (so Aristarch.), τίς γὰρ ἂν ἀντὶ ῥαφανῖδος ὀξυθύμι' εἰσορῶν ἔλθοι πρὸς ἡμᾶς; prob. in Com.Adesp.400 ; cf. ἑκάτη.
German (Pape)
[Seite 352] τά, Plätze auf den Kreuzwegen neben den Bildsäulen der Hekate, wohin man die Reste von den Reinigungs- u. Sühnopfern brachte, um sie zu verbrennen, weil man sich hierzu des Reisigs von wildem Thymian bediente, θύμος; Harpocr. führt aus Hyperid. an: περὶ οὗ πολλῷ ἂν δικαιότερον ἐν τοῖς ὀξυθυμίοις ἡ στήλη σταθείη ἢ ἐν τοῖς ἡμετέροις ἱεροῖς, mit anderen Erklärungen, u. aus Eupolis : ὃ χρῆν ἔν τε ταῖς τριόδοις, κἂν τοῖς ὀξυθυμίοις προστρόπαιον τῆς πόλεως κάεσθαι; Phot. erkl. τὰ ἀποκαθάρματα τῶν μυσαρῶν, οἱ δὲ τὰ ἀγχονιμαῖα ξύλα.