ποικίλλω

Revision as of 19:51, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_1)

English (LSJ)

fut. ποικῐλῶ Choerob.in An.Ox.2.250: aor. 1 inf. ποικῖλαι (δια-) Isoc.9.9; part.

   A ποικίλας S.Tr.412, Inscr.Délos442A 206 (ii B.C.): pf. πεποίκιλκα D.H.Pomp.4:—Pass., pf. πεποίκιλμαι, v. infr.: (ποικίλος):—work in various colours, work in embroidery, πώλους ἐν ἀνθοκρόκοισι πήναις E.Hec.470(lyr.), cf. IT224(lyr.); ἐν αὐτῷ [τῷ φάρει] π. γῆν Pherecyd.Syr.2; of any elaborate work, ἐν δὲ χορὸν ποίκιλλε with cunning workmanship he wrought a χορός, Il.18.590; ἀναθήματα π. Emp.23.1; ἐν πετάλοις στεφανώματα π. Man.2.325: metaph., ποικίλλεται γαῖα πολυστέφανος Lyr.Adesp.104A.    2 embroider garments, etc., Inscr.Délos l.c.; μίτρα καναχηδὰ πεποικιλμένα Pi.N.8.15: metaph., diversify, vary, ἀνθρώπων βίον E.Cyc.339, cf. Pl. Lg.927e, Plu.Mar.23; π. ἱππικαῖς τάξεσι τὰς πορείας vary the order of march with troops of horse, X.Eq.Mag.4.3; π. ταῖς συλλαβαῖς Pl. Cra.394a; τρόπους D.H.Comp.12, al.; σχημάτων μεταβολαῖς π. τοὺς λόγους Id.Is.3; ἁρμονίαν Nicom.Harm.11; π. εἴδη δυσκολίας . . παντοδαπά produces various kinds, Pl.Ti.87a:—Pass., [πολιτεία] ὥσπερ ἱμάτιον ποικίλον πᾶσιν ἄνθεσι πεποικιλμένον, οὕτω . . πᾶσιν ἤθεσιν πεποικιλμένη Pl.R.557c; οὐκ ἐπαύξεται ἡ ἡδονή, ἀλλὰ μόνον ποικίλλεται Epicur.Sent.18; τὸ φῶς τὸ ἐκεῖ τὸ ποικιλθὲν ἐν λόγοις τοῖς ἄστροις Plot. 2.1.7.    II of style, embellish, adorn, βαιὰ π. tell with art and elegance, Pi.P.9.77; of imaginative constructions, πολλά Hp.Morb.Sacr.1; κάλλιστα τοῖς ὀνόμασι π. Pl.Mx.235a; οὐδὲν ξυνίημ' ὧν σὺ π. S.Tr.1121, cf. 412:—Pass., Σπάρτη πεποίκιλται τρόπους E.Supp.187.    III intr., vary, change, Hp.Prorrh.1.92, Coac.182; πολλὰ ποικίλλει χρόνος makes many changes, Men.593.2.    2 metaph., speak equivocally, mince matters, μηδὲν π. πρός τινα Pl.Smp.218c, cf. Lg.863e.

German (Pape)

[Seite 649] bunt machen, färben, malen, sticken oder weben, Eur. Hec. 470, vgl. I. T. 224, Λυδία μίτρα πεποικιλμέν.α. Pind. N. 8, 14; überh. von aller künstlichen Arbeit, bunt, mannichfaltig verzieren, künstlich darstellen, χορόν, einen Reigen künstlich in Erz abbilden, Il. 18, 590; ἀναθήματα ποικίλλουσι γραφέες, Empedocl. 82; πᾶσιν ἤθεσι πεποικιλμένη πολιτεία, ὥςπερ ἱμάτιον ποικίλον πᾶσιν ἄνθεσι πεποικιλμένον. Plat. Rep. VIII, 557 c, u. öfter; malen, II, 378 c Crat. 394 a; übh. mannichfach machen, verschiedene Arten unterscheiden, π οικίλλει εἴδη δυσκολίας καὶ δυσθυμίας παντοδαπά, Plat. Tim. 87 a, u. öfter; – bes. auch von der Rede, sie durch Abwechselung schmücken, Schaef. zu D. Hal. C. V. p. 258, Pind. P. 9, 77; μίξει ἀγαθῶν καὶ κακῶν βίον, Plut. Mai. 23. – Aber auch bes. im Sprechen gewissermaßen die Farbe wechseln, listig sprechen, künstliche Winkelzüge machen, im Ggstz von ἐλευθέρως εἰπεῖν, Plat. Conv. 218 c, vgl. Legg. IX, 863 c; u. so Soph. Trach. 1111, οὐδὲν ξυνίημ' ὧν σὺ ποικίλλεις πάλαι; vgl. Σπάρτη πεποίκιλται τρόπους, Eur. Suppl. 199; und von listigem, heimtückischem Handeln, ἄγρια βουλεύματα, Maneth. 2, 325.