λακίς
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A rent, rending, Alc.18.8 (pl.); μὴ . . ἐν πέπλοις πέσῃ λ. A.Pers.125 (lyr.); ἐμπίτνω ξὺν λακίδι λίνοισι Id.Supp.131 (lyr.), cf. 903: freq. in pl., λακίδες ἐσθημάτων, ὑφασμάτων, Id.Pers. 835, Ch.28 (lyr.); λακίδες πέπλων ragged robes, tatters, Ar.Ach.423: in late Prose, of the rent or gap made in a ship by the enemy's beak, D.S.13.99, 14.72.
German (Pape)
[Seite 8] ίδος, ἡ, Fetzen, Lappen, Lumpen, ὑφασμάτων, Aesch. Ch. 28; λακίδες ἀμφὶ σώματι – ποικίλων ἐσθημάτων Pers. 821; das Zerreißen, λακὶς χιτῶνος ἔργον οὐ κατοικτιεῖ Suppl. 880, vgl. 113; βυσσίνοις δ' ἐν πέπλοις πέσῃ λακίς Pers. 123. – Auch in späterer Prosa, von Schiffstrümmern, D. Sic. 14, 72; Erdriß, 13, 99.