fem. σεωυτῆς, etc., Ion. for σεαυτοῦ (q.v.). σῆ· τρέχε, Hsch. (Lacon.,= θεῖ). σηδόν· γλαυκὸν ἔλαιον, Id. σηδρακεῖ· κτυπεῖ, Id.
[Seite 873] auch σεωυτέου, fem. σεωυτῆς u. s. w., ion. = σεαυτοῦ, σεαυτῆς, Her.