σεωυτοῦ
From LSJ
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
English (LSJ)
fem. σεωυτῆς, etc., Ion. for σεαυτοῦ (q.v.). σῆ· τρέχε, Hsch. (Lacon.,= θεῖ). σηδόν· γλαυκὸν ἔλαιον, Id. σηδρακεῖ· κτυπεῖ, Id.
German (Pape)
[Seite 873] auch σεωυτέου, fem. σεωυτῆς u. s. w., ion. = σεαυτοῦ, σεαυτῆς, Her.
French (Bailly abrégé)
ion. c. σεαυτοῦ.
Greek (Liddell-Scott)
σεωυτοῦ: -τέου, θηλ. σεωυτῆς κτλ., Ἰων. ἀντὶ σεαυτοῦ, ὃ ἴδε, Ἡρόδ.
Greek Monolingual
-ῆς, Α
ιων. τ. βλ. σεαυτοῦ.