ἐντατικός
English (LSJ)
ή, όν,
A stimulating, aphrodisiac, Xenocr.16, cf. Gal.12.341, Aët.11.35. 2 sexually vigorous, [ζῷον] -άτερον πρὸς τὴν μεῖξιν Gp.19.5.4. II ἐντατικόν, τό, = σατύριον, Ps.-Dsc.3.128.
ή, όν,
A stimulating, aphrodisiac, Xenocr.16, cf. Gal.12.341, Aët.11.35. 2 sexually vigorous, [ζῷον] -άτερον πρὸς τὴν μεῖξιν Gp.19.5.4. II ἐντατικόν, τό, = σατύριον, Ps.-Dsc.3.128.