σατύριον
μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves
English (LSJ)
[ῠ], τό,
A man orchis, Acera anthropophora, Dsc.3.128, Plu. 2.126a, Gal.12.118.
2 = ὄρχις, satyrium, Ps.-Dsc.3.126.
3 = ὀξυλάπαθον τὸ μέγα, Id.2.114.
II σατύριον ἐρυθραϊκόν = fritillary, Fritillaria graeca, Dsc.3.128.2, Eup.2.101, Plin.HN26.97; called σατύριον ἐρυθρόνιον, Ps.-Dsc. 3.128.
III a water animal of the rodent kind, perhaps Sorex moschatus, Arist.HA594b31.
German (Pape)
[Seite 864] τό, 1) ein Bollengewächs, dessen Genuß Geilheit erregte, Diosc.; vgl. Plut. de sanit. tuend. p. 381 σατύρια προσάγοντα κινεῖν καὶ παροξύνειν τὸ ἀκόλαστον ἐπὶ τὰς ἡδονάς. – 2) ein vierfüßiges Wasserthier, Arist. H. A. 8, 5 E.; auch σαπ είριον u. σαπ ήρειον geschrieben.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
satyrium, plante excitante de la famille des orchidées.
Étymologie: σάτυρος.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰτύριον: τό, φυτόν τι ὅπερ ἐξηρέθιζε τὴν σατυρικὴν ὁρμὴν, ὑποτίθεται ὅτι εἶναι εἶδος ὄρχεως, Διοσκ. 3. 143 κἑξ., Πλούτ. 2. 126Α. ΙΙ. παρυδάτιον ζῷον ἐκ τοῦ εἴδους τῶν τρωκτικῶν, ἴσως τὸ sorex moschatus, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 5, 8. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σατύριον· πόα τις συνεργὸς πρὸς τὰς Ἀφροδισίας ὁρμάς. καὶ ζῷον τετράπουν ἢ λιμναῖον».
Russian (Dvoretsky)
σᾰτύριον: (ῠ) τό сатирий
1 растение с возбуждающим свойством Plut.;
2 водяное млекопитающее Arst.