ἐρέφω

Revision as of 19:54, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6a)

English (LSJ)

impf.

   A ἤρεφον Ar.Fr.73, poet. ἔρ- Pi.O.1.68, also ἐρέπτω (q.v.) : fut. ἐρέψω Ar.Av.1110 : aor. 1 ἤρεψα D.19.265 (nowhere else in Att. Prose), Ep. and Lyr. ἔρεψα Hom., Pi.O.13.32:—Med., fut. ἐρέψομαι E.Ba.323 : aor. 1 ἠρεψάμην A.R.2.159, etc., (κατ-) Ar.V. 1294:—Pass., Corn.ND17 : pf. ἤρεπται Philostr.VA1.25 : (cf. ὄροφος, ἐρέπτω):—cover with a roof, καθύπερθεν ἔρεψαν..ὄροφον λειμωνόθεν ἀμήσαντες, i.e. they thatched [the hut] with reeds Il.24.450, cf. Od.23.193 ; τὰς..οἰκίας ἐρέψομεν πρὸς αἰετόν Ar.Av.1110, cf.Fr.73 ; ἤρεψε τὴν οἰκίαν ξύλοις D.l.c.:—Pass., τὰ βασίλεια χαλκῷ ἤρεπται Philostr.l.c.    2 cover with a crown, crown, δύο δ' αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων Pi.O.13.32 ; [κρατήρων] κρᾶτ' ἔρεψον καὶ λαβάς S.OC 473:—Med., crown oneself, κισσῷ E.Ba.323 ; στεφάνῳ κόμαν B.8.24 ; δάφνῃ μέτωπα one's forehead, A.R.2.159:—Pass., στεφάνοισι χαίταν ἐρεφθείς B.12.70.    3 wreathe as with garlands, ναὸν κρανίοις Pi.I. 4(3).54 : generally, cover, λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον Id.O.1.68.

German (Pape)

[Seite 1026] überdachen, mit einem Dache versehen, καθύπερθεν ἔρεψαν (κλισίην) Il. 24, 450; θάλαμον Od. 23, 193 (εἴποτέ τοι ἐπὶ νηὸν ἔρεψα s. unter ἐπερέφω); τὰς οἰκίας ἐρέψομεν πρὸς ἀετόν Ar. Av 1110; ναόν Pind. I. 3, 72; ἤρεψε τὴν οἰκίαν τοῖς ἐκ Μακεδονίας δοθεῖσι ξύλοις Dem. 19, 265. Uebertr., λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον Pind. Ol. 1, 68; umkränzen, schmücken, zieren, κρατῆρες, ὧν κρᾶτ' ἔρεψον καὶ λαβάς Soph. O. C. 473; νῆα ἀσπίσι Ap. Rh. 2, 1076. – Med. sich u mkränzen, schmücken, κισσῷ ἐρεψόμεσθα Eur. Bacch. 323; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 159; ἐρεψάμενος Opp. C. 4, 200.