καρπός

Revision as of 19:54, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

English (LSJ)

(A), ὁ,

   A fruit, in Hom. and Hes. (only in sg.), usu. of the fruits of the earth, corn, ἀρούρης κ. Il.6.142; κ. δ' ἔφερε ζείδωρος ἄρουρα Hes.Op.117; κ. Δήμητρος Hdt.1.193, etc.; Δηοῦς Ar.Pl.515; κ. ἀρούρης, also of wine, Il.3.246; ἀμπέλινος κ. Hdt.1.212; so κ. alone, Ar. Nu.1119 (codd. and Sch.); but of corn, opp. Βάκχιον νᾶμα, Id.Ec.14; καρποῦ ξυγκομιδή harvest, Th.3.15; κ. λωτοῖο, κρανείης, Od.9.94, 10.242; μελιηδέα κ., of grapes, Il.18.568; κ. ἐλαίας Pi.N.10.35; τὸν ἐπέτειον κ. the crops of the year, Pi.P.470b: generally, produce, κ. ὑγρός, of honey, Porph.Abst.2.20; also κ. εὐανθὴς μήλων, of wool, Opp.H.2.22: pl., καρπῶν ἐστερήθητε διξῶν robbed of two years' produce, Hdt. 8.142; καρπῶν ἀτελεῖς Id.6.46; κ. ὑγροὶ καὶ ξηροί produce of trees and fields, X.Oec.5.20; ξύλινοι, σιτικοὶ κ., Str.5.4.2; of fruits offered in sacrifice, BMus.Inscr.975.7 (Amathus), cf. κάρπωσις 11; also of taxes paid in kind, opp. Χρυσικά, PHib.1.47.5 (iii B.C.), al.    2 seed, X.Oec.16.12; defined as seed with seed-vessel, Thphr.HP1.2.1.    3 of children, Δῖοι κ. offspring of Zeus, E.Ion922 (lyr.).    II returns, profits, οἱ κ. οἱ ἐκ τῶν ἀγελῶν γενόμενοι X.Cyr.1.1.2; τῶν ἀνηλωμένων . . τοὺς κ. Is.5.29.    III of actions, fruit, profit, εἰ κ. ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου if his oracles shall bear fruit, i.e. be fulfilled, A. Th.618; γλώσσης ματαίας κ., i. e. curses, Id.Eu.831 codd.; ὁμιλίας κακῆς κάκιον οὐδέν, κ. οὐ κομιστέος Id.Th.600; οὐκ ἐξάγουσι καρπὸν οἱ ψευδεῖς λόγοι S.Fr.834, cf. Pl.Phdr.260d: freq. in Pi., κ. ἐπέων οὐ κατέφθινε, i. e. poesy, I.8(7).50; κ. φρενῶν wisdom, P.2.74; κ. φρενός, of his own ode, O.7.8; ἥβας κ., of the bloom of youth, ib.6.58, P.9.109; later, reward, profit, ἐπιτηδευμάτων Epicur.Sent.Vat. 27; ὅπου ὁ κίνδυνος μέγας, καὶ ὁ κ. Diog.Oen.27; κ. νίκης Hdn.8.3.6: freq. in NT, κ. εἰρηνικὸς δικαιοσύνης Ep.Hebr.12.11, etc. (Cf. Lat. carpo, Engl. harvest.)
καρπός (B), ὁ,

   A wrist, Il.24.671, Od.24.398, Hp.Fract.3, Arist.HA 494a2, etc.; ἐπὶ καρπῷ Χερός E.Ion1009; καρποὶ Χειρῶν ib.891, cf. X. Cyr.6.4.2. (Perh. cf. ONorse huerfa 'turn round'.)

German (Pape)

[Seite 1328] ὁ (mit κάρφω zusammenhangend), 1) die Frucht; häufig durch Zusätze näher bestimmt, ἀρούρης, Feldfrucht, Getreide, Il. 6, 142, wie καρπὸν δ' ἔφερε ζείδωρος ἄρουρα Hes. O. 117; ἐλαίας Pind. N. 10, 65, wie Aesch. Pers. 609; βύβλο υ Suppl. 772; γαίας καὶ βροτῶν Eum. 867; χρύσεον πετάλων ἄπο μηλοφόρων χερὶ καρπὸν ἀμέρξων Eur. Herc. Fur. 397; Δηοῦς, Getreide, Ar. Plut. 515; vom Weine, μελιηδής Il. 18, 568; Δήμ ητρος Xen. Hell. 6, 3, 6; ἀμπέλινος Her. 1, 212; Feldfrucht, im Ggstz von Wein, Ar. Eccl. 14 Nubb. 1119; δένδρων Plat. Prot. 321 b; τὸν τῶν πυρῶν καὶ κριθῶν καρπόν Menex. 238 a; τοὺς ἐκ τῆς γῆς καρπο ύς Crat. 410 c; τὸν ἐπέτειον καρπόν (collectiv) ἀφαιρεῖσθαι Rep. V, 470 b; Sp., ξύλινοι, σιτικοὶ καρποί, Strab. V, 240; – Fruchtkorn, Samen, Xen. Oec. 16, 11. – Auch die Erzeugnisse der Thierwelt, τοῖς καρποῖς τοῖς γιγνομένοις ἐκ τῶν ἀγελῶν Xen. Cyr. 1, 1, 2, wie die Wolle μήλων εὐανθὴς κ. heißt, Opp. H. 2, 22; Sp. auch Kinder, Hesych. – Uebertr. auf Geistiges, Frucht, Nutzen, Vortheil, Erfolg, ἐπέων Pind. I. 7, 45, φρενός, φρενῶν, die Dichtkunst, des Geistes Frucht, Ol. 7, 8 P. 2, 74; ἥβας καρπός P. 9, 114; γλώσσης ματαίας μὴ 'κβάλῃς ἐπὶ χθόνα καρπόν, von bösen Reden, Aesch. Eum. 795; εἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου, wenn sie Erfolg haben, in Erfüllung gehen, Spt. 600; οὐκ ἐξάγουσι καρπὸν οἱ ψευδεῖς λόγοι Soph. frg. 717; δεινῶν ὀδυνῶν καρπός Eur. El. 1346; ποῖόν τινα οἴει τὴν ῥητορικὴν καρπὸν ὧν ἔσπειρε θερίζειν Plat. Phaedr. 260 c; ἀποτελεῖ καρπὸν τοῖς γεννήσασι πικρότατον Ep. VII, 336 b; Ertrag von einem Hause, Is. 5, 29; Sp., τῆς ν κης Hdn. 8, 3, 15. – 2) die Handwurzel, die Gegend um die Knöchel, durch welche die Hand mit dem Ellenbogen zusammenhängt, Il. 24, 671 Od. 24, 397 u. öfter; gew. faßt Einer den Andern an diesem Theile bei der Hand; χειρός Eur. Ion 1009, öfter. Vgl. Arist. H. A. 1, 15.