μελιηδής
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
Dor. μελιαδής, ές, Aeol. μελιαδής, (ἡδύς)
A honey-sweet, οἴνου… μελιηδέος Il.4.346; οἶνός σε τρώει μελιηδής Od.21.293; λωτοῖο μελιηδέα καρπόν 9.94; τὼ μελιάδεος (sc. οἴνου) Alc.45, cf. Id.p.31 Lobel, Pi. Fr.166.1.
2 metaph., μελιηδέα θυμὸν ἀπηύρα Il.10.495; νόστον δίζηαι μελιηδέα Od.11.100; ἐμὲ μελιηδὴς ὕπνος ἀνῆκε 19.551; γᾶρυς Simon.41.
German (Pape)
[Seite 123] ές, honigsüß; λωτοῦ μελιηδέα καρπόν Od. 9, 64, öfter; übertr., θυμός, das süße Leben, Il. 10, 495 Od. 11, 203; νόστος, die süße, angenehme Rückkehr, 11, 100; ὕπνος, 19, 551; ποία, Pind. P. 9, 37; μολπή, Ep. in Mus. (IX, 504); τρύγα πίνει μελιηδέα, Anacr. bei Ath. XV, 671 s. Vgl. Hesych. u. oben μελιαδής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
doux comme du miel.
Étymologie: μέλι, ἡδύς.
Russian (Dvoretsky)
μελῐηδής: дор. μελιᾱδής 2
1 сладкий как мед (λωτοῖο καρπός, οἶνος Hom.);
2 перен. сладкий, сладостный (ὕπνος, νόστος, θυμός Hom.; μολπή Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μελιηδής: -ές, (ἡδὺς), ἡδὺς ὡς τὸ μέλι, οἴνου... μελιηδέος Ἰλ. Δ. 346· οἶνός σε τρώει μελιηδὴς Ὀδ. Φ. 293· λωτοῦ μελιηδέα καρπὸν Ι. 94, κτλ. 2)μεταφ., μελιηδέα θυμὸν ἀπηύρα Ἰλ. Κ. 495· νόστον δίζηαι μελιηδέα... Ὀδ. Λ. 100· ἐμὲ μελιηδὴς ὕπνος ἀνῆκεν Τ. 551· Δωρ. μελᾱδής, Ἀλκαῖ. 47, Πινδ. Ἀποσπ. 147.
English (Autenrieth)
ές: honey-sweet; fig., ὕπνος, νόστος, θῦμός.
Greek Monolingual
μελιηδής και δωρ. τ. μελιαδής και αιολ. τ. μελιάδης (Α)
γλυκός ή ευχάριστος σαν το μέλι («ἔνθα φίλ' ὀπταλέα κρέα ἔδμεναι ἠδὲ κύπελλα οἴνου πινέμεναι μελιηδέος», Ομ. Ιλ.)
2. (για ποτά) ηδύποτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + -ηδής (< ἧδος < ἡδύς «ευχάριστος, γλυκός»), πρβλ. πολυηδής].
Greek Monotonic
μελιηδής: -ές (ἡδύς), γλυκός σαν μέλι, λέγεται για κρασί, σε Όμηρ.· μεταφ., μελιηδέα θυμὸν ἀπηύρα, σε Ομήρ. Ιλ.· μελιηδὴς ὕπνος, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
μελι-ηδής, ές ἡδύς
honey-sweet, of wine, Hom.:— metaph., μελιηδέα θυμὸν ἀπηύρα Il.; μ. ὕπνος Od.
Mantoulidis Etymological
(=εὐχάριστος). Ἀπό τό μέλι + ἡδύς, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.