καταθήγω
English (LSJ)
A sharpen, whet, ἐν βύβλοισι καταθήξετ' ὀδόντα (sc. μύες) AP6.303 (Aristo); = παροξύνω, Hsch.: Dor. aor. inf. κατθᾶξαι, = παρακονῆσαι, μεθύσαι, Id.
German (Pape)
[Seite 1349] verstärktes simplex, εἰ δ' ἐν ἐμαῖς βίβλοισι πάλιν καταθήξετ' ὀδόντα Arist. 2 (VI, 303), von den Mäusen.