παροξύνω

From LSJ

ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροξύνω Medium diacritics: παροξύνω Low diacritics: παροξύνω Capitals: ΠΑΡΟΞΥΝΩ
Transliteration A: paroxýnō Transliteration B: paroxynō Transliteration C: paroksyno Beta Code: parocu/nw

English (LSJ)

pf. inf.
A παρωξυκέναι Plb.31.1.3, but παρωξυγκέναι J. AJ11.6.7:—Pass., pf. παρώξυμμαι Lys.4.8, Men.Sam.276:—urge, spur on, stimulate, τινα X.Cyr.6.2.5, etc.; [τινὰ] πρὸς τὰ καλά Id.Mem. 3.3.13; ὲπὶ τὸν πόλεμον Isoc.5.3, cf. Epicur.Nat.54G.; τὰ ζεύγη πρὸς τὸ ἔργον Arist.HA577b31; τινα c. inf., Isoc. 12.37; κινδυνεύειν X.Mem.3.5.3; opp. ἀποτρέπω, D.21.37.
2 provoke, irritate, πατρὸς μὴ π. φρένας E.Alc.674; ξὺν κατηγορίᾳ π. Th.1.84:—Pass., to be provoked, τινι at a thing, Id.5.99; διά τινα Id.6.56; ἐπί τινι OGI48.15 (Egypt, iii B. C.), Plb.4.7.5; πρός τι X.HG6.4.6, D.57.2; πρὸς ἀλλήλους Arist.Pol.1302a39; ὑπό τινος Lys.l.c.; κατὰ τῶν πολιτῶν Plu. Them.31: c. dat., Lycurg.87 (s.v.l.), D.S.10.11: c. inf., τίς οὐκ ἂν παροξυνθείη πολεμεῖν; Isoc.5.101:—Pass., of sicknesses, παροξύνομαι = grow virulent, π. οἱ πυρετοί Hp.VM6.
3 make an application stronger, Gal.12.710.
II = παροξυτονέω, Ath.11.485a:—Pass., A.D.Adv. 189.28, al., Gal.18(2).167, Ath.7.323c.
III intr., hasten. Peripl.M.Rubr. 20.

German (Pape)

[Seite 526] = παρακονάω u. παραθήγω, scharf machen wozu, gew. übertr., anreizen, anregen zu Etwas, auch aufbringen, erbittern; πατρὸς δὲ μὴ παροξύνῃς φρένα, Eur. Alc. 674, vom Zorn; ἐν τοῖς θεάτροις ὁρῶ τοὺς ἀγωνιστὰς ὑπὸ τῶν παίδων παροξυνομένους, Plat. Ep. IV, 321 a; Thuc. 1, 48; καὶ τούτους ἐπαινῶν παρώξυνε, Xen. Cyr. 6, 2, 5; τὸν οἶνον παροξῦναί τι αὐτούς, Hell. 6, 4, 18; παρωξυμμένος, Lys. 4, 8, u. oft bei den Rednern, bes. in Zorn setzen, wie Dem. vrbdt οὕτως ὠργίσθη καὶ παρωξύνθη ὁ δῆμος, 21, 2; vgl. noch Thuc. 6, 56; c. inf., μάλιστα παροξυνθείης βουλεύεσθαι, Isocr. 1, 35; Xen. Mem. 3, 5, 3; παρωξύνθην ἐπιστῆσαι τῷ πολέμῳ, Pol. 1, 14, 1; Sp., wie D. Sic. 19, 108; im Gegensatz von ἀμβλύνω, Plut. Symp. 7, 10, 2; und mit praeposit., ἐπὶ τὸν πόλεμον, Isocr. 5, 3; πρὸς τὴν ἐπὶ Ῥωμαίους στρατείαν, Pol. 2, 22, 2; παροξύνει στρατηγοὺς ἐπὶ μάχην, Plut. Them. 13, u. öfter; κατά τινος, Luc. abd. 6, wie Plut. Them. 31; auch τινί, Lycurg. 87. – Das pass. braucht Hippocr. von Krankheiten, schlimmer, heftiger werden, einen entzündlichen Charakter annehmen. – Bei den Gramm. = die vorletzte Sylbe mit dem Acut versehen, das Wort zu einem Paroxytonon machen, vgl. Ath. VII, 323 c; τρισκαιδεκαέτης παροξυντέον, Schol. Il. 21, 279.

French (Bailly abrégé)

aiguiser contre ; fig. ;
1 exciter, acc.;
2 particul. irriter, mettre en colère;
3 exacerber (une maladie).
Étymologie: παρά, ὀξύνω.

Russian (Dvoretsky)

παροξύνω: (ῡ) (fut. παροξῠνῶ)
1 поощрять, ободрять: τούτους ἐπαινῶν παρώξυνε Xen. он поощрял их одобрениями;
2 возбуждать, подстрекать (ἐπὶ τὸν πόλεμον Isocr.; πρὸς τὴν στρατείαν Polyb.; τινὰ ἐπὶ μάχην Plut.): παρωξυμμένος Lys. охваченный страстью;
3 раздражать, ожесточать, озлоблять (φρένα τινός Eur.): παρωξύνετο τὸ πνεῦμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ NT он возмутился;
4 грам. ставить острое ударение на предпоследнем слоге.

Greek (Liddell-Scott)

παροξύνω: μέλλ. -ῠνῶ, παρακινῶ, παρορμῶ, παροτρύνω, προτρέπω (πρβλ. παρακονάω, παραθήγω), τινὰ Ξεν. Κύρ. 6. 2, 5, κτλ.· τινὰ πρὸς τὰ καλὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομνημ. 3. 3, 13· τὰ ζεύγη πρὸς τὸ ἔργον Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 24, 3 τινὰ ποιεῖν τι Ἰσοκρ. 240Β, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 3· ἀντίθετ. τῷ ἀποτρέπω, Δημ. 526. 11. 2) κινῶ εἰς ὀργήν, ἐξερεθίζω, παροργίζω, πατρὸς μὴ π. φρένα Εὐρ. Ἄλκ. 674· ξὺν κατηγορίᾳ π. Θουκ. 1. 84. - Παθ. ἐξερεθίζομαι, παροργίζομαι, τινι, πρός τι διά τι, ὁ αὐτ. 5. 99· διά τι ὁ αὐτ. 6. 56· ἐπί τινι Πολύβ. 4. 7, 5· π. ἐπί τι, παρακινοῦμαι νὰ πράξω τι, Ἰσοκρ. 82C· πρός τι Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 6, Δημ. 1299 17· πρὸς ἀλλήλους Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 2, 5· ὑπό τινος Λυσ. 101. 20· κατά τινος Πλουτάρχ. Θεμ. 31· μετὰ δοτ. προσ., Λυκοῦργ. 158. 39· μετ’ ἀπαρ., τίς οὐκ ἂν παροξυνθείη πολεμεῖν; Ἰσοκρ. 102C - Παθ., ἐπὶ νόσων, ἐρεθίζω, χειροτερεύω, π. οἱ πυρετοὶ Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 10. ΙΙ.= παροξυτονέω, Ἀθήν. 323C, 484F, κτλ.

English (Strong)

from παρά and a derivative of ὀξύς; to sharpen alongside, i.e. (figuratively) to exasperate: easily provoke, stir.

English (Thayer)

properly, to make sharp, to sharpen (παρά, IV:3): τήν μάχαιραν, Euripides, Thucydides, Xenophon down), a. to stimulate, spur on, urge (πρός τί, ἐπί τί).
b. to irritate, provoke, rouse to anger; passive, present παροξύνομαι; imperfect παρωξυνομην: Sept. chiefly for נָאַץ, to scorn, despise; besides for הִכְעִיס, to provoke, make angry, הִקְצִיף, to exasperate, חָרָה, to burn with anger, Zechariah 10:3, and for other verbs.

Greek Monolingual

ΝΜΑ οξύνω
1. κάνω κάτι οξύ, αιχμηρό, ακονίζω κάτι
2. μτφ. παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω κάποιον προς κάτι («τούτους ἐπαινῶν τε παρώξυνε», Ξεν.)
3. εξάπτω, διεγείρω, ερεθίζω («πατρὸς δὲ μὴ παροξύνης φρένας», Ευρ.)
4. γραμμ. τονίζω την παραλήγουσα μιας λέξεως με οξεία, παροξυτονώ
νεοελλ.
ναυτ. φρ. «παροξύνω τον άνεμο» — πλέω όσο το δυνατό οξύτερα προς τη διεύθυνση του ανέμου, ώστε να μην «παίζουν» τα πανιά του ιστιοφόρου, κν. κοντραστάρω τον καιρό
μσν.
παθ. εξοργίζομαι
αρχ.
παθ.
1. εξάπτομαι, παρακινούμαι προς κάτι («ταῦτα ἀκούων παρωξύνετο πρὸς τὸ μάχην συνάπτειν», Ξεν.)
2. (για νόσο) επιδεινώνομαι, χειροτερεύω («παροξύνονται οἱ πυρετοί», Ιππ.)
3. ιατρ. κάνω αυστηρότερη χρήση φαρμάκου
4. (αμτβ.) σπεύδω, ορμώ, εξορμώ.

Greek Monotonic

παροξύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ,
1. παροτρύνω, παρακινώ, παρορμώ, ερεθίζω, σε Ξεν., Δημ.
2. θυμώνω, προκαλώ, εξοργίζω, εξαγριώνω, πατρὸς μὴ παροξύνω φρένα, σε Ευρ., Θουκ. — Παθ., προκαλούμαι, σε Θουκ. κ.λπ.

Middle Liddell

fut. ῠνῶ
1. to urge, prick or spur on, stimulate, Xen., Dem.
2. to anger, provoke, irritate, exasperate, πατρὸς μὴ π. φρένα Eur., Thuc.:—Pass. to be provoked, Thuc., etc.

Chinese

原文音譯:paroxÚnw 爬而-哦克需挪
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在旁-銳利
字義溯源:使其銳利,輕意發怒,力言,刺激,引發,著急,激起,惹成怒氣,激怒;由(παρά)*=旁,出於)與(ὀξύς)*=鋒利的)組成。參讀 (θυμόω) (παραβιάζομαι)同義字
同源字:1) (παροξύνω)輕意發怒 2) (παροξυσμός)激發,爭論 3) (παροργίζω)惹動怒氣 4) (παροργισμός)盛怒 5) (παροτρύνω)挑唆
出現次數:總共(2);徒(1);林前(1)
譯字彙編
1) 輕易發怒(1) 林前13:5;
2) 就著急(1) 徒17:16

Lexicon Thucydideum

incitare, irritare, to arouse, provoke, 1.67.5, 1.84.2. 6.88.10.
PASS. 5.99.1, 6.56.2.