διαφίημι
English (LSJ)
aor.
A διαφῆκα X. and Plb. (v. infr.): inf. διαφεῖναι D.23.171: fut. διαφήσουσι is f.l. in Th.7.32: dismiss, disband, τὸ στράτευμα ἐκ τῆς χώρας X.HG3.2.24; τὴν δύναμιν D.l.c.; an assembly, Plb.3.63.14,al.
German (Pape)
[Seite 611] (s. ἵημι), entlassen u. auseinander gehen lassen; τὸ στράτευμα Xen. Hell. 4, 4, 13; ἐπ' οἴκου Pol. 2, 54, u. öfter.