A v. ἀναλίσκω.
[Seite 196] Stammform zu ἀναλίσκω; ἀναλοῖ Aesch. Sept. 975; ἀνηλοῦντο, sie tödteten sich, Thuc. 3, 81; ἀνάλουν 8, 45; ἀναλοῦν Ar. frg.; τὰ εἰς τὴν πόλιν ἀναλούμενα Xen. Hier. 11, 1.