πακτόω
English (LSJ)
(πακτός)
A fasten, close, Archil.187; δῶμα πάκτου make fast the house, S.Aj.579; μοχλοῖς καὶ κλῄθροισι τὰ προπύλαια π. Ar.Lys. 265. 2 stop up, caulk, τὰ τετρημένα ῥακίοις Id.V.128. 3 bind fast, λαίφεα AP10.23 (Autom.).
German (Pape)
[Seite 444] befestigen, fest machen, verschließen; πακτῶσαι θύρας, Archil. bei Poll. 10, 27, vgl. 7, 113; μοχλοῖς τὰ προπύλαια, Ar. Lys. 265; δῶμα πάκτου, Soph. Ai. 576. – Dicht verstopfen, πακτοῦσι τὰς ἁρμονίας βύβλῳ, Her. 2, 96; vgl. Ar. Vesp. 128, ἡμεῖς δ' ὅσ' ἦν τετρημένα, ἐνεβύσαμεν ῥακίοισι κἀπακτώσαμεν, wo der Schol. erkl. ἐφράξαμεν, ἐπληρώσαμεν. – Bei Automed. 11, 4 (X, 23), λαίφεα πακτώσας, festbinden.