προσβολή

Revision as of 19:57, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

English (LSJ)

ἡ, (προσβάλλω)

   A application, e.g. of the touchstone, A. Ag.391 (lyr., pl.); ἡ τῆς σικύας π. Arist.Rh.1405b3; ἡ π. τῶν ὀμμάτων πρός τι Pl.Tht.153e; φίλιαι π. προσώπων, of kisses, E.Supp.1138 (lyr.): abs., kiss, embrace, Id.Med.1074; τῆς γλώττης προσβολαί, opp. συμβολαὶ τῶν χειλῶν, Arist.PA660a6; ἄνευ προσβολῆς (sc. τῆς γλώττης) pronounced without applying the tongue to the teeth, etc., Id.Po.1456b26: metaph., π. τῆς φαντασίας Stoic.2.33: abs., of an act of intuition, Porph.Sent.43, Plot.2.9.1, 3.8.10, al.    2 in an auction, document recording the knocking down of a lot to a purchaser, PEleph.23.17 (iii B.C.), PTeb.814.28 (iii B.C.).    II (from intr. sense) falling upon, attack, assault (expld. by Hsch. as τῶν ἀθλητῶν ἡ συναφὴ καὶ κατοχή), π. Ἀχαιίς A.Th.28; προσβολὴν ποιέεσθαι πέριξ τὸ τεῖχος Hdt.3.158: pl., Id.4.128, Th.2.4, 5.61, X.HG 1.3.14, etc.; προσβολὰς παρασκευάζεσθαι τῷ τείχει Th.2.18; προσβολῆς γινομένης πρὸς τὸ τεῖχος Hdt.6.101; τὰς π. ἀποκρούεσθαι Id.4.200; προσβολαὶ ἱππέων Th.3.1, cf. X.An.3.4.2; π. sudden attacks, opp. ξυσταδὸν μάχαι, Th.7.81; ἐκ προσβολῆς at the first assault, Philostr.Her.19.3; ἀντιφραττόμενοι ταῖς π. SIG780.19 (Epist.Augusti, i B.C.).    2 generally, attack, visitation, προσβολαὶ Ἐρινύων A.Ch. 283; μιασμάτοιν Id.Eu.600; δαιμόνων Ar.Pax39 (with allusion to the stench striking one's nose, cf. προσβάλλω 1.3); προσβολαὶ κακαί E.El.829; ἐκ θεοῦ προσβολῆς ἐμηνάμην Id.Cret.9; π. θεῖαι Antipho 3.3.8; πυρὸς ἢ χειμῶνος προσβολῇ Pl.Lg.865b; attack, fit of disease, Dsc. 5.113; π. δεισιδαιμονίας Plu.2.43d: but, beat of pulse, Ruf.Syn.Puls. 7.5.    3 without hostile sense, impact of sound, βραδεῖα μὲν γὰρ ἐν λόγοισι π. μόλις δι' ὠτὸς ἔρχεται ῥυπωμένου, i.e. impressions through an old man's ears are slow, S.Fr.858; contact, π. καὶ ἐπαφή Stoic.2.123; τοῦ ἡλίου αἱ π. αἱ πρῶται Ael.NA14.23.    4 means of approaching, approach, παρέχειν π. καὶ ἐπαφήν Pl.Sph.246a; προσβολὰς ἀφράστους ἔχειν, of a place, Plu.Caes.53; π. ἔχειν τῆς Σικελίας to afford a means of entering Sicily, Th.4.1; ἡ τοῦ στομάχου π. Arist.HA507b3; οὔσης . . τραχείας τῆς π. Plb.3.51.4; of ships, landing-place, harbour, place to touch at, ὁλκάδων π. Th.4.53; of a place, ἐν προσβολῇ εἶναι τῆς Σικελίας to be a port of call on the voyage to Sicily, Id.6.48; meeting-point, Pl.Ti.36c.    5 Rhet., in pl., approaches to a subject, ject, Philostr.VS1.9.1.    III (from Pass.) that which is put upon a weapon or tool, iron point, D.C.38.49 (pl.), Phryn.PSp.100 B. (nisi leg. προβολή).    2 point of attachment of a stake fixed in the ground, Plb.18.18.14 (pl.).

German (Pape)

[Seite 754] ἡ, das Hinzuwerfen, -führen, -bringen; τρίβῳ καὶ προσβολαῖς, Aesch. Ag. 380; ὀμμάτων εἴς τι, Plat. Theaet. 153 e; der Angriff, das Anstürmen, das Berennen einer Stadt, oft bei Her., πρὸς τὸ τεῖχος, 8, 101; Thuc. προσβολὰς παρεσκευάζοντο τῷ τείχει ποιησόμενοι μηχαναῖς τε καὶ ἄλλῳ τρόπῳ, 2, 18, u. öfter; Ἐρινύων, Aesch. Ch. 281, vgl. Spt. 78; auch δυοῖν γὰρ εἶχε προσβολὰς μιασμάτων, Eum. 570; Angriff, ὅτου δαιμόνων, Ar. Pax 39; – auch freundlich, φίλιαι προσβολαὶ προσώπων, Eur. Suppl. 1137; Umarmung, Med. 1074; – παρέχει προσβολὴν καὶ ἐπαφήν τινα, Plat. Soph. 246 a; πυρὸς ἢ χειμῶνος προσβολῇ, Legg. IX, 865 b; Xen. εἰς προσβολὴν καθιέντες τὰ δόρατα, An. 6, 3, 25, wo v. l. ist προβολήν, zum Angriff die Speere senken, fällen; προσβολὴν ποιεῖσθαι πρὸς τὸν λόφον, Pol. 2, 66, 10, u. öfter, bes. vom Stürmen der Städte; auch τῇ ἄκρᾳ προσβολὰς ποιούμενος, 5, 48, 14; auch πᾶσαι προσβολαὶ χάρακος, Angriffspunkte, 18, 1, 14; – Landungsplatz, ἦν γὰρ αὐτοῖς τῶν τε ἀπ' Αἰγύπτου καὶ Λιβύης ὁλκάδων προσβολή, Thuc. 4, 53; ἐν προσβολῇ, Luc. Tox. 37. – Auch pass., das Zugeworfene, Schicksal, κακαί, Eur. El. 829; προσβολαὶ θεῖαι, göttliche Schickungen, Antiph. 3 γ 8. – Am Eisen, προσβολὴ σιδήρου, nach Phryn. in B. A. 58 die Verstählung, τὸ στόμωμα, τὸ προστιθέμενον ἐπ' ἄκρῳ τῷ σιδήρῳ.