οἶνος, ὁ,
A old, mellow wine (v. σαπρός 11.3), Hermipp.82.6.
[Seite 862] οἶνος, ὁ, alter duftender Wein, Hermipp. bei Ath. I, 29 d. S. σαπρός.
σαπρίας: οἶνος, ὁ, παλαιός, κατειργασμένος οἶνος (ἴδε σαπρὸς ΙΙ. 3) Ἕρμιππ. ἐν «Φορμ.» 2. 6.