ἀκράτιστος
English (LSJ)
ον, Theoc.1.51 codd. πρὶν ἢ ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι καθίξῃ
A having made a dry breakfast, i.e. none at all; vv.ll. ἀκρατισμόν (Sch.), ἀνάριστον dinnerless.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκράτιστος: [κρᾱ], ον, εἶναι ἡ τῶν χειρογράφων γραφὴ ἐν Θεοκρ. 1. 51, πρὶν ἢ ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι καθίξῃ, ἣν ὑπερασπίζει ὁ Ἕρμαννος, ὅστις ἑρμηνεύει ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι = ἀφοῦ ἔλαβε ξηρὸν πρόγευμα (δηλ. οὐδὲν πρόγευμα). Ἂν ταύτην τὴν γραφὴν δεχθῶμεν, τὸ ἐπὶ ξηροῖσι πρέπει νὰ συναφθῇ πρὸς τὸ καθίξῃ καὶ νὰ ἑρμηνευθῇ = πρὶν καθίσῃ αὐτὸν ἐπὶ ξηροῦ ἐδάφους τ. ἔ. πρὶν καταστήσῃ αὐτὸν ἐνδεᾶ καὶ ἐστερημένον παντός: - οὕτω ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας: ἐπ’ οὔδεϊ φῶτα καθίσσαι, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 284· πρβλ. τὸ τοῦ Ὀβιδίου in siccâ destitui.