ἀρχεδίκης

Revision as of 09:12, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

German (Pape)

[Seite 365] ὁ, Besitzer von Anfang an, rechtmäßiger Besitzer, Pind. P. 4, 110.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχεδίκης: [ῐ], -ου, ὁ, ὁ ἀπ’ ἀρχῆς ἰδιοκτήτης, ὁ νόμιμος κτήτωρ, ἁμετέρων ἀποσυλᾰσαι βιαίως ἀρχεδικᾶν τοκέων Πινδ. Π. 4. 196.