κτήτωρ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
-ορος, ὁ, possessor, owner, D.S.34/5.2.31, POxy. 237 viii 31 (i A.D.), A.D.Pron.22.6, AP7.206 (Damoch.), Procop.Arc. 26: c. gen., οἰκιῶν κ. Act.Ap.4.34.
German (Pape)
[Seite 1519] ορος, ὁ, der Besitzer, der Herr; Sp., wie N.T.; Damochar. 1 (VII, 206).
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
qui possède, propriétaire, maître.
Étymologie: κτάομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κτήτωρ -ορος, ὁ [κτάομαι] bezitter:. κτήτορες χωρίων ἢ οἰκιῶν grond- of huizenbezitters NT Act. Ap. 4.34.
Russian (Dvoretsky)
κτήτωρ: ορος ὁ обладатель, владелец, собственник Anth., Diod., NT.
English (Strong)
from κτάομαι; an owner: possessor.
English (Thayer)
κτήτορος, ὁ (κτάομαι), a possessor: Diodorus excpt., p. 599,17; Clement of Alexandria; Byzantine writings.)
Greek Monolingual
κτήτωρ, -ορος, ὁ (AM)
βλ. κτήτορας.
Greek Monotonic
κτήτωρ: -ορος, ὁ, ιδιοκτήτης, κάτοχος, κύριος, νομέας, σε Καινή Διαθήκη, Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
κτήτωρ: -ορος, ὁ, ὁ κατέχων, κύριος, κάτοχος, Διοδ. Ἐκλογ. 599. 17, Ἀνθ. Π. 7. 206, Πράξ. Ἀποστ. δ΄, 34, Συλλ. Ἐπιγρ. 8619, κ. ἀλλ.
Middle Liddell
κτήτωρ, ορος,
a possessor, owner, NTest., Anth.
Chinese
原文音譯:kt»twr 克帖拖而
詞類次數:名詞(1)
原文字根:獲得(者)
字義溯源:業主,擁有者;源自(κτάομαι)*=得到)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 業主(1) 徒4:34
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό κτάομαι -κτῶμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.