δάσος

Revision as of 09:13, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

English (LSJ)

[ᾰ], εος, τό, (δᾰσύς)

   A thicket, copse, Men.Epit.25, Str.9.3.13, 17.2.2 (pl.), Ael.NA7.2, etc.    II shagginess, τοῦ σώματος Alciphr. 3.28; roughness, PLeid.X.74.

German (Pape)

[Seite 523] τό, das Dickicht, Gebüsch, Strab., Ael H. A. 7, 2, ὑλῶν; übh. Rauchheit, κλημάτων 3, 40; σώματος Alciphr. 3, 28. Die Atticisten verwerfen das Wort.

Greek (Liddell-Scott)

δάσος: -εος, τό, (δᾰσὺς) = δρυμός, σύνδενδρος τόπος, «λόγγος», Στράβων 821, Αἰλ. π. Ζ. 7. 2, κτλ. ΙΙ. τὸ νὰ εἶναί τις τραχὺς ἢ πλήρης τριχῶν τραχειῶν, οἶαι τοῦ χοίρου, Ἀλκίφ. 3. 28.