δάσος

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰ́σος Medium diacritics: δάσος Low diacritics: δάσος Capitals: ΔΑΣΟΣ
Transliteration A: dásos Transliteration B: dasos Transliteration C: dasos Beta Code: da/sos

English (LSJ)

[ᾰ], εος, τό, (δασύς)
A thicket, copse, Men.Epit.25, Str.9.3.13, 17.2.2 (pl.), Ael.NA7.2, etc.
II shagginess, τοῦ σώματος Alciphr. 3.28; roughness, PLeid.X.74.

Spanish (DGE)

-εος, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 espesura, bosque εὑρήσεις ὄρεά τε πλεῖστα καὶ δάσεα καὶ πεδία καὶ λειμῶνας ἐόντας Hp.Aër.13, cf. Str.9.3.13, 17.2.2, Ael.NA 10.35, Hld.2.19.7
c. gen. espesura, frondosidad τῶν χωρίων Men.Epit.66, τῆς Πηλαίας Ps.Dicaearch.2.7, τῆς δρυός LXX 2Re.18.9, τοῦ δρυμοῦ LXX Is.9.17, αὐτῶν (de los bosques), Ael.NA 7.2, τῶν κλημάτων Ael.VH 3.40, cf. Hsch.
2 vellosidad, aspecto velloso τοῦ σώματος Alciphr.2.25.2
fig. aspereza τὸ δὲ χαλκοῦν μὴ ἐχέτω δ. que el objeto de cobre no tenga aspereza, PLeid.X.73.
3 medic. densidad, turbiedad οὖρον ... δ. ἔχον διασπώμενον Hp.Coac.581.
• Etimología: Neutr. en *-os sobre la r. que da lugar a δασύς q.u.

German (Pape)

[Seite 523] τό, das Dickicht, Gebüsch, Strab., Ael H. A. 7, 2, ὑλῶν; übh. Rauchheit, κλημάτων 3, 40; σώματος Alciphr. 3, 28. Die Atticisten verwerfen das Wort.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
bois touffu, fourré.
Étymologie: δασύς.

Russian (Dvoretsky)

δάσος: εος τό Men. = δασύ II.

Greek (Liddell-Scott)

δάσος: -εος, τό, (δᾰσὺς) = δρυμός, σύνδενδρος τόπος, «λόγγος», Στράβων 821, Αἰλ. π. Ζ. 7. 2, κτλ. ΙΙ. τὸ νὰ εἶναί τις τραχὺς ἢ πλήρης τριχῶν τραχειῶν, οἶαι τοῦ χοίρου, Ἀλκίφ. 3. 28.

Greek Monolingual

και δάσο και δάσι, το (AM δάσος)
1. εκτεταμένη περιοχή με άγρια δέντρα φυτρωμένα πυκνά
2. (για τμήματα του αντρικού σώματος) το να είναι γεμάτος πυκνές τρίχεςδάσος τα στήθια του», «βδελυττομένη τὸ δάσος τοῦ σώματος» — τον σιχαινόταν που ήταν τριχωτός)
νεοελλ.
1. έκταση πυκνοφυτεμένη με οπωροφόρα ή άλλα ήμερα δέντρα («δάσος από λεμονιές»)
2. σύνολο αντικειμένων που μοιάζουν με δέντρα στο ύψος ή στην πυκνότηταδάσος από κατάρτια», «δάσος από λόγχες»)
3. φρ. «παρθένο δάσος» — δάσος απάτητο λόγω της πυκνής του βλάστησης
4. παροιμ. «το δάσος απ' τα ξύλα του καίγεται» — οι άνθρωποι δυστυχούν εξαιτίας τών σφαλμάτων τους
μσν.
φρ. «χειμερινὸν δάσος» — χειμαδιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς
ο τ. δάσο (του δάσου) αναλογικά προς τα ουδέτερα της β' κλίσεως (πρβλ. το ξύλο-του ξύλου, το φυτό-του φυτού). Η λ. δάσος (αρχική σημασία «πυκνός σε δέντρα») σήμαινε ό,τι και η λ. δασύς (πρβλ. λατ. densus). Με τη νεοελλ. σημασία, που μαρτυρείται ήδη από τους μεταγενέστερους χρόνους, η λ. δάσος ταυτίζεται σημασιολογικά με την αρχ. ελλ. λ. ύλη «δάσος» αλλά και «ξυλεία, δέντρα» και «υλικό» (σημασία με την οποία η λ. ύλη χρησιμοποιείται σήμερα). Τέλος η αρχ. ελλ. λ. ίδη σήμαινε «ξυλεία, δάσος, άλσος» αλλά και «δασωμένος λόφος» (για τη σημασία πρβλ. λατ. silva].
ΠΑΡ. δασώδης
νεοελλ.
δασερός, δασιασμένος, δασικός, δασίλα, δασύλλιο, δασώνω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. δάσοφρυς
μσν.- νεοελλ.
δασοσκέπαστος
νεοελλ.
δασάρχης, δασόβιος, δασοδίαιτος, δασόκλειστος, δασοκόμος, δασολόγος, δασονόμος, δασοπονία, δασοπόνος, δασοσκεπής δασοστατική, δασοτέχνης, δασοτόπι, δασότοπος, δασοτριχωμένος, δασόφιλος, δασοφυτρωμένος, δασόφυτος, δασοφυτεία, δασοφύλακας. (Β' συνθετικό) νεοελλ. λεμονοδάσος, πευκοδάσος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δάσος -ους, zonder contr. -εος, τό [δασύς] kreupelhout.