ές,
A like a serpent, Dsc.2.166.
[Seite 426] ές, schlangenähnlich, -artig, Sp., auch adv.
ὀφιοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ὄφιν, ἢ ἔχων τὴν φύσιν ὄφεως, Κύριλλ. Ἱεροσολ.