κονιβατία

Revision as of 09:15, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

English (LSJ)

ἡ, (βαίνω)

   A dusty walk, Hp.Vict.3.68 (prob.l. for σχοινοβατίῃσι).

German (Pape)

[Seite 1481] ἡ, das Gehen im Staube oder Sande, Hippocr., v. l. σχοινοβατία, vgl. Lob. zu Phryn. 521.

Greek (Liddell-Scott)

κονιβᾰτία: ἡ, (βαίνω) τὸ πορεύεσθαι ἐντὸς κόνεως, Ἱππ. 366. 55 (πιθανὴ γραφὴ ἀντὶ σχοινοβατίῃσι, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 521).