κονιβατία
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
ἡ, (βαίνω) dusty walk, Hp.Vict.3.68 (prob.l. for σχοινοβατίῃσι).
German (Pape)
[Seite 1481] ἡ, das Gehen im Staube oder Sande, Hippocr., v.l. σχοινοβατία, vgl. Lob. zu Phryn. 521.
Greek (Liddell-Scott)
κονιβᾰτία: ἡ, (βαίνω) τὸ πορεύεσθαι ἐντὸς κόνεως, Ἱππ. 366. 55 (πιθανὴ γραφὴ ἀντὶ σχοινοβατίῃσι, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 521).
Greek Monolingual
κονιβατία, ἡ (Α)
το να πορεύεται κανείς μέσα σε σκόνη, η πορεία σε σκόνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνις + -βατία (< -βατος ή -βάτης < βαίνω), πρβλ. νυκτοβατία, χοροβατία.