ἐνθουσιαστικός

Revision as of 09:16, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

English (LSJ)

ή, όν,

   A inspired, φύσις Pl.Ti.71e; esp. by music, Arist.Pol.1340a11; ἡ ἐ. σοφία divination, Plu.Sol.12; ἐ. ἔκστασις Iamb.Myst.3.8; τὸ ἐ. excitement, Pl.Phdr. 263d: Sup. -ώτατος Sch.Iamb.Protr.p.129 P. Adv. -κῶς, διατιθέναι τινά Plu.2.433c: Comp. -ώτερον Marin.Procl.6.    II Act., inspiring, exciting, of certain kinds of music, Arist.Pol.1341b34; νοσήματα μανικὰ καὶ ἐ. Id.Pr.954a36: Comp. -ώτερα, ἀκούσματα Pl.Ep. 314a.

German (Pape)

[Seite 842] ή, όν, begeistert, schwärmerisch; φύσις Plat. Tim. 71 e; ψυχὰς ἐνθουσιαστικὰς ποιεῖν Arist. Pol. 8, 5; Sp.; τὸ ἐνθ., = ἐνθουσιασμός, Plat. Phaedr. 263 d. – Akt., begeisternd, ἁρμονία Arist. Pol. 8, 7. – Adv., ἐνθουσιαστικῶς διατιθέναι, begeistern, Plut. det. or. 42.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθουσιαστικός: -ή, -όν, ἔχων ἔμπνευσιν, ἐξεστηκώς, Πλάτ. Τίμ. 71Ε· μάλιστα ἐκ μουσικῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 5, 16· τὴν ἐνθουσιαστικὴν σοφίαν, τὴν μαντικήν, Πλούτ. Σόλ. 12· τὸ ἐνθουσιαστικόν, ὁ ἐνθουσιασμός, Πλάτ. Φαῖδρ. 263D. - Ἐπίρρ. ἐνθουσιαστικῶς διατιθέναι τινὰ Πλούτ. 2. 433C. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ προξενῶν, ὁ ἐμπνέων ἐνθουσιασμόν, ἐπὶ μουσικῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 4 καὶ 6, πρβλ. 8. 5. 16 καὶ 22.