ἔρις, fruit of
A threefold rivalry in toil, AP 6.286 (Leon.).
τρῐπόνητος: ἔρις, ἅμιλλα μεταξὺ τριῶν ἐργατίδων γυναικῶν πρὸς ἐκπόνησιν ἔργου τινός, Ἀνθ. Π. 6. 286.