δυσπείθεια
English (LSJ)
ἡ,
A indiscipline, disobedience, App.BC1.48.
German (Pape)
[Seite 686] ἡ, Ungehorsam, App. B. C. 1, 48.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπείθεια: ἡ, ἀνυποταξία, ἀπείθεια, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 48.
ἡ,
A indiscipline, disobedience, App.BC1.48.
[Seite 686] ἡ, Ungehorsam, App. B. C. 1, 48.
δυσπείθεια: ἡ, ἀνυποταξία, ἀπείθεια, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 48.