ἀγαλλίς
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A dwarf iris, Iris attica, h.Cer.7,426:—also ἀγαλλιάς, ἡ, Nic.Fr.74.31.
German (Pape)
[Seite 7] ίδος, ἡ, eine Irisart, neben ὑάκινθος genannt, Hymn. Cer. 426, wie in Nicand. frg. bei Ath. XV, 683 e. Vgl. ἀναγαλλίς.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαλλίς: -ίδος, ἡ, βολβῶδες φυτὸν τοῦ γένους τοῦ ὑακίνθου· ξιφοειδὲς κρίνον· ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 7, 426· πρβλ. Alb. Ἡσύχ. 1, σ. 30.