ὡσανεὶ

Revision as of 09:16, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

ὡσανεὶ: ἢ ὥς ἄν εἰ, ὡς ἐάν, οἱονεί, «σάν», Λατ. tanquam, μετὰ ῥημάτων, τό ... πνεῦμα ὡσανεὶ προδιαλύεται Ἀριστ. Προβλ. 23. 28· πόλις ἥτις ὡσ. πρόσχημα ... ἦν Πολύβ. 3. 15, 3· μὴ βλέπειν ..., ἀλλ’ ὡσ. βλέπειν Πλούτ. 2. 961Ε· μετὰ μετοχ., ὡς. προκαλούμενος Πολύβ. 1. 46. 11· μετὰ ὀνομάτων, ὡσ. σάρκες Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 11, 5· ὡσ. ἀμμῶδες ὁ αὐτ. περὶ Θαυμ. 19· μέγεθος ὡσ. βοῦς αὐτόθι 30. κτλ.