ψηφιστικός

Revision as of 09:16, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

German (Pape)

[Seite 1397] zum Rechner, zum Rechnen gehörig, geschickt dazu, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ψηφιστικός: -ή, -όν, λογιστικός, Ἰουστίνου Μάρτ. πρὸς Τρύφωνα Ἰουδ. 85.