ψηφιστικός
German (Pape)
[Seite 1397] zum Rechner, zum Rechnen gehörig, geschickt dazu, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψηφιστικός: -ή, -όν, λογιστικός, Ἰουστίνου Μάρτ. πρὸς Τρύφωνα Ἰουδ. 85.
[Seite 1397] zum Rechner, zum Rechnen gehörig, geschickt dazu, Sp.
ψηφιστικός: -ή, -όν, λογιστικός, Ἰουστίνου Μάρτ. πρὸς Τρύφωνα Ἰουδ. 85.